κεράω

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράω Medium diacritics: κεράω Low diacritics: κεράω Capitals: ΚΕΡΑΩ
Transliteration A: keráō Transliteration B: keraō Transliteration C: kerao Beta Code: kera/w

English (LSJ)

(A), Ep. form of κεράννυμι, used in imper. A κέρα Com.Adesp. 1211; part. κερῶν Od.24.364: impf. κέρων A.R.1.1185:—Med., subj. κέρωνται Il.4.260: imper. κεράασθε (lengthd. from -ᾶσθε) Od. 3.332: impf. κερόωντο 8.470.
κεράω (B), (κέρας) A make horned, κερόωσι σελήνην Arat.780. II take post on the wing or flank, Plb.18.24.9.

German (Pape)

[Seite 1423] 1) = κεράννυμι, zu dem es das fut. u. die übrigen tempp. giebt; auch im praes. u. impf. oft bei Hom., bes. med., κεράασθε οἶνον Od. 3, 332, κερόωντο 8, 470, κερῶντο 15, 500, κερῶντας οἶνον 24, 364; imper. κέρα com. Ath. II, 48 a. – 2) von κέρας, – a) hornartig gestalten, ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι μορφαὶ κερόωσι σελήνην Arat. 780. – b) im Heere, auf den Flügeln stehen, Pol. 18, 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κεράω: Ἐπικ. ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ἐν χρήσει κατὰ προστ. κέρα Κωμ. Ἀνώνυμ. 17· μετοχ. κερῶν Ὀδ. Ω. 364· παρατ. κέρων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1185· καὶ ἐκ τοῦ μέσου, ἐν τῇ προστ. κεράασθε (ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ -ᾶσθε) Ὀδ. Γ. 332· παρατ. κερόωντο Ἰλ. Η. 470.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
c. κεράννυμι;
Moy. κεράομαι-ῶμαι (impf. 3ᵉ pl. épq. κερόωντο) m. sign.
2-ῶ :
fut. att. de κεράννυμι.

English (Autenrieth)

(cf. also κιρνάω and κίρνημι), aor. κέρασσε, part. fein. κεράσᾶσα, mid. pres. subj. κέρωνται, imp. κεράασθε, κερᾶσθε, ipf. κερόων- το, κερῶντο, aor. κεράσσατο, pass. perf. κεκράανται, plup. -αντο: mix, prepare by mixing, mid., for oneself, have mixed; especially of tempering wine with water, also of preparing water for a bath, Od. 10.362; of alloy, or similar work in metal, χρῦσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ‘platedwith gold, Od. 4.132.;;: see κεράννῦμι.
see κεράννῦμι.

Greek Monotonic

κεράω: Επικ. ριζικ. τύπος του κεράννυμι, μτχ. κερῶν, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στην προστ. κεράασθε (επιμηκ. από το -ᾶσθε), στο ίδ.· γʹ πληθ. παρατ. κερόωντο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κεράω:
I κέρας занимать место на флангах Polyb.
II (только praes.; part. κερῶν) Hom. = κεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράω, ep. conj. praes. 3 plur. κέρωνται, imperat. 2 plur. κεράασθε, imperf. 3 plur. med. κερῶντο en κερόωντο, mengen zie κεράννυμι.

Middle Liddell

κεράω, [epic radic. form of κεράννυμι, part. κερῶν Od.; Mid., in imperat. κεράασθε, Od.; 3rd pl. imperf. κερόωντο Il.]