σιναρός

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐνᾰρός Medium diacritics: σιναρός Low diacritics: σιναρός Capitals: ΣΙΝΑΡΟΣ
Transliteration A: sinarós Transliteration B: sinaros Transliteration C: sinaros Beta Code: sinaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (σίνομαι) hurt, damaged, χείρ, ὀδόντες, σκέλος, Hp. Art.3,34, 52; τὸ σιναρόν Id.Fract.33, Art.60.

German (Pape)

[Seite 883] 1) schädlich (s. σινδρός). – 2) pass., beschädigt, schadhaft, krankhaft, Hippocr. u. a. Medic., σιναρὰ μέρη, = κεκακωμένα καὶ βεβλαμμένα.

Greek (Liddell-Scott)

σῐνᾰρός: -ά, -όν, (σίνομαι) βεβλαμμένος, κεκακωμένος, ὀδόντες, σκέλος Ἱππ. 781F, 819G· τὸ σιναρὸν ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 774. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ κεκακωμένον καὶ βεβλαμμένον πονηρόν».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. βλαβερός, καταστρεπτικός
2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ.
β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. -αρός (πρβλ. ρυπ-αρός, σθεν-αρός)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιναρός -ά -όν [σίνομαι] beschadigd. Hp.