αἴσυλος
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ον, A unseemly, evil, godless, αἴσυλα ῥέζων Il.5.403 (cf. αἴσιμος) μυθήσασθαι 20.202; οἶδε h.Merc.164, cf. AP7.624 (Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
αἴσῠλος: -ον, ἀπρεπής, κακός, ἀσεβής, ἀντιτίθεται τῷ αἴσιμος: αἴσυλα ῥέζων, Ἰλ. Ε. 403· μυθήσασθαι, Υ. 202· οἶδεν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 164· Ἀνθ. Π. 7. 624. (ὁ Pott., Et. Forsch 1. 272, νομίζει ὅτι εἶναι ἀντὶ ἀΐσυλος = ἄϊσος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impie, criminel.
Étymologie: p. *ἀ-Ϝαι-συλος, de αἶσα ; selon d’autres, de ἀ, ἶσος = lat. iniquus.
English (Autenrieth)
evil, neut. pl. with ῥέζειν, μῦθήσασθαι.
Spanish (DGE)
(αἴσῠλος) -ον
impío αἴσυλα ῥέζων Il.5.403, μυθήσασθαι Il.20.202, οἶδε h.Merc.164, λέξαι AP 7.624 (Diod.).
• Etimología: Etim. desconocida; muy dudosa la rel. c. αἶσα.
Greek Monotonic
αἴσῠλος: -ον, απρεπής, ασεβής, κακός, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.)
Russian (Dvoretsky)
αἴσῠλος: преступный, нечестивый Hom., HH, Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: unseemly, evil (Hom., in αἴσυλα ῥέζειν, εἰδέναι, μυθήσασθαι; opposed to αἴσιμα).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Cf. ἀήσυλος. The overall aspect is Pre-Greek: αἰ-, intervoc. σ, -υλ-.
Middle Liddell
unseemly, evil, Il. [deriv. uncertain].]
Frisk Etymology German
αἴσυλος: {aísulos}
Meaning: ungebührlich, frevelhaft (Gegensatz αἴσιμος) vereinzelt bei Homer und anderswo (h. Merc. 164, AP 7, 624),
Derivative: dazu αἰσυλοεργός (Max. Astrol.) nach αἴσυλα ῥέζειν (Hom.).
Etymology : Unerklärt. Wertlose Versuche verzeichnet Bq. Vgl. ἀήσυλος.
Page 1,46