ἐκσκεδάννυμι
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
scatter to the wind, τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ar.Eq. 795.
German (Pape)
[Seite 778] (σκεδάννυμι), herausjagen u. zerstreuen, Ar. Equ. 792.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκεδάννῡμι: διασκορπίζω εἰς τὸν ἄνεμον, Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ἀριστοφ. Ἱππ. 795.
French (Bailly abrégé)
disperser aux quatre vents.
Étymologie: ἐκ, σκεδάννυμι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἐκκεδ-
• Morfología: [sólo aor.]
1 deshacer, diseminar στέφος ἐξεκέδασσε γαμήλιον Bio 1.88, cf. Hsch.
•fig. estropear, hacer imposible τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ar.Eq.795.
2 fig. expulsar, destruir expulsando ἐκ δέ οἱ ἦτορ ἀπὸ μελέων ἐκέδασσε Q.S.10.124 (tm.).
Greek Monolingual
ἐκσκεδάννυμι (Α)
διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐκσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδάσω, σκορπίζω στον άνεμο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσκεδάννῡμι: досл. развеивать, перен. прогонять, отвергать (τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Arph.).