ἐμβροχή

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβροχή Medium diacritics: ἐμβροχή Low diacritics: εμβροχή Capitals: ΕΜΒΡΟΧΗ
Transliteration A: embrochḗ Transliteration B: embrochē Transliteration C: emvrochi Beta Code: e)mbroxh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐμβρέχω) A infusion, Dsc.1.43; embrocation, Antyll. ap. Orib.9.22.1, Plu.2.42c. II (βρόχος) noose, halter, Luc.Lex.11.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
nudo corredizo ἀπηγχόνησά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Luc.Lex.11; cf. βρόχος.
-ῆς, ἡ
1 remojo, maceración de rosas en aceite, Dsc.1.43.3.
2 medic. embrocación, fomento Damocr. en Gal.13.1001, Crit.Hist. en Gal.13.878, ἐ. ἐλαίου ὀμφακίνου ψυχροῦ Gal.14.314, cf. Antyll. en Orib.9.22.1, Plu.2.42c, Ign.Pol.2.1, Luc.Ocyp.88, PTurner 14.14 (II d.C.), Paul.Aeg.3.43.2, 6.74.4, ἐμβροχαὶ δὲ τῇ κεφαλῇ Anon.Med.Acut.Chron.1.3.4, ἐμβροχὴ δι' ἐλαίου τε καὶ ἀψινθίου Gal.10.572, cf. Anon.Med.Acut.Chron.21.3.2.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, das Einweichen, Anfeuchten, Galen.; der feuchte Umschlag, Plut. de audit. 6. – Bei Luc. Lexiph. 11 die Schlinge zum Aufhängen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβροχή: ἡ, = ἔμβρεγμα, Πλούτ. 2. 42C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ΙΙ. (βρόχος), θηλειά, ἀγχόνη, Λουκ. Λεξιφ. 11.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
fomentation, lotion.
Étymologie: ἐμβρέχω.
2ῆς (ἡ) :
nœud coulant, lacet.
Étymologie: ἐν, βρόχος.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἐμβροχή)
1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα
νεοελλ.
1. η διήθηση του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό
2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της
αρχ.
έμβρεγμα, κομπρέσα.
(II)
ἐμβροχή, η (Α)
βρόχος, αγχόνη.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβροχή:
Iἐμβρέχω примочка, припарка (ἐ. καὶ κατάπλασμα Plut.).
IIβρόχος веревка с петлей Luc.