ειλεός

From LSJ
Revision as of 14:16, 16 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

Greek Monolingual

και ιλεός, ο (AM εἰλεός και ἰλεός)
1. το κατώτατο τμήμα του λεπτού εντέρου
2. διακοπή της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική συστροφή του εντέρου
αρχ.
1. φωλιά, τρύπα άγριου ζώου
2. ελεός, τραπέζι του μάγειρα
3. είδος κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ειλεός «στροφή», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «ειλεός
η του θηρίου κατάδυσις και στρόφος», όσο και ο παράλληλος τ. ιλεός, του οποίου το αρχικό ι οφείλεται είτε σε επίδραση του ίλλω (πρβλ. είλιγγος-, ίλιγγος) είτε σε ιωτακισμό, συνδέονται με το ειλώ (2). Με τη σημασία «φωλιά ζώου» η λ. συνδέεται με το ειλύω (πρβλ. ειλυθμός, ειλυός, πιθ. μεταπλασμένος τ. του ειλεός). Στο ειλεός απαντά επίθημα -εός (πρβλ. κολεός, φωλεός)].

Translations

ar: انسداد معوي; az: bağırsaq keçməzliyi; Bulgarian: преплитане на червата; Chinese Mandarin: 腸梗阻, 肠梗阻, 腸阻塞, 肠阻塞; ca: obstrucció intestinal; Czech: ileus; Finnish: suolitukos; French: iléus; German: Darmobstruktion, Darmverschluss, mechanischer Ileus; English: intestinal obstruction, bowel obstruction, ileus; Greek: ειλεός, εντερική απόφραξη, απόφραξη εντέρου; Ancient Greek: εἰλεός, ἰλεός; Spanish: íleo, obstrucción intestinal; eu: heste-buxadura; French: occlusion intestinale; hi: आंत्रावरोध; hy: աղիքային անանցանելիություն; Japanese: 腸閉塞症; or: ଆନ୍ତ୍ରିକ ଅବରୋଧ; Portuguese: obstrução intestinal; Russian: кишечная непроходимость, заворот кишок; Swedish: tarmvred, tarmstopp, ileus; tt: эчәклек үткәрмәүчәнлеге; Ukrainian: кишкова непрохідність; Vietnamese: tắc ruột