ἑτεροσχημάτιστος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον, differently formed: τὸ ἑ. change of grammatical form, as a figure of speech, Phoeb.Fig.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροσχημάτιστος: -ον, διαφόρως ἐσχηματισμένος: τὸ ἑτεροσχημάτιστον, «ἑτεροσχημάτιστον δὲ ἐστιν ἐναλλαγὴ ῥήματος εἰς μετοχήν, ἤ καθ’ ἑαυτὸ ἤ μετὰ συνδέσμου, ἤ καὶ ῥήματος ἀπὸ ἐγκλίσεως εἰς ἔγκλισιν, ὡς ἴνα ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, ‘ἐπειδὴ ἔτρεχεν ὁ δεῖνα, τόδε ἐγένετο’, εἴπω ‘τρέχοντος τοῦ δεῖνα τόδε ἐγένετο’» Φοιβάμμωνος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 503.
Greek Monolingual
ἑτεροσχημάτιστος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικά σχηματισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροσχημάτιστον
η εναλλαγή γραμματικού τύπου ως ρητορικό σχήμα, όπως ενός ρήματος σε μετοχή ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχηματιστος (< σχηματίζω), πρβλ. α-σχημάτιστος].