μελεδών

From LSJ
Revision as of 13:15, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδών Medium diacritics: μελεδών Low diacritics: μελεδών Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝ
Transliteration A: meledṓn Transliteration B: meledōn Transliteration C: meledon Beta Code: meledw/n

English (LSJ)

ῶνος, ἡ, A = μελεδώνη 11, Aret.SD1.6, Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 20. II in plural, = μελεδώνη 1 (q. v.), cj. in Hsch.; τῇσι μελεδώνεσι sufferings of a patient, Aret.SD2.4 (-δόσεσι codd., -δόσι Hude).

German (Pape)

[Seite 121] ῶνος, ἡ, = μελεδώνη, μελεδῶνας, Sorge, H. h. Apoll. 532; Theogn. 883; μελεδῶνες, Phanocl. 1, 5 bei Stob. fl. 64, 14; Hesych. erkl. φροντίδες. Vgl. auch μεληδών. Hierher gehört auch die verderbte Glosse bei Greg. Cor. 558 μελεδανθέων ἀντὶ τοῦ μεριμνῶν, θεραπειῶν. – Nach Hesych. auch ὁ, = Folgdm, φροντιστής, ἐπίτροπος.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδών: ἴδε ἐν λέξ. μελεδώνη. 2) = ὁ βασιλεύς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
soin, souci.
Étymologie: μέλει.

English (Autenrieth)

ῶνος (μέλω) = μελέδημα, Od. 19.517† (v. l. μελεδῶναι).

Greek Monolingual

μελεδών και μεληδών, -ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α)
1. μελέτη
2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)
3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι
λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. λατ. επίθημα -do, -donis), πρβλ. αλγηδών, σηπεδών].

Greek Monotonic

μελεδών: ἡ, = μελεδώνη, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μελεδών: ῶνος ἡ HH, Hes. = μελεδώνη.

Middle Liddell

= μελεδώνη, Hes., etc.]