γεώλοφος

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώλοφος Medium diacritics: γεώλοφος Low diacritics: γεώλοφος Capitals: ΓΕΩΛΟΦΟΣ
Transliteration A: geṓlophos Transliteration B: geōlophos Transliteration C: geolofos Beta Code: gew/lofos

English (LSJ)

ον, A crested with earth, ὄρη Str.16.2.16; χωρία Id.12.7.1. II Subst. γεώλοφος, , hill, hillock, X.Cyr.3.3.28 codd., Plb.1.75.4, Ph.1.191; γεώλοφον, τό, Theoc.1.13, Numen. ap. Ath.7.305a. 2 γεώλοφος, , boor, clod-hopper, Ael.Dion.Fr.107.

German (Pape)

[Seite 488] vgl. γήλοφος, aus Erdhügeln bestehend, ὄρη Strab. XVI p. 755; bes. ὁ γ., der Erdhügel, Pol. 1, 75, 4; Dion. Hal. 5, 38; τὸ γ. Theocr. 1, 13. 5, 101.

Greek (Liddell-Scott)

γεώλοφος: -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γεώλοφος, ὁ, λόφος, λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le sommet est de terre (montagne), càd non boisé ; ὁ γεώλοφος, τὸ γεώλοφον, colline.
Étymologie: γῆ, λόφος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): γήλ- X.Cyr.3.3.28, An.1.5.8, Pl.Criti.113d, Longus 1.1.2; γεύλ- Hsch.; dór. γάλ- Limen.14
I 1de colinas, montuoso χωρία Str.4.6.9, cf. 4.5.2, 12.7.1, πόλις Ps.Dicaearch.1.27.
2 de abundante tierra e.d. no pedregoso ὄρη γεώλοφα καὶ καλλίκαρπα Str.16.2.16, cf. Ps.Dicaearch.2.2
de la propia tierra de colina, de ladera γῆ Gp.3.1.9.
II subst. ὁ γ. colina X.An.l.c., Pl.l.c., Limen.l.c., Plb.1.75.4, Ph.1.191, Longus l.c., Thdt.H.Rel.28.1, como lugar estratégico, X.Cyr.l.c., D.C.Epit.8.25.4
tb. τό γ. Theoc.1.13, Numen.SHell.584.2, Hsch.

Greek Monolingual

και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο
Α και γήλοφον, το)
χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος
αρχ.-μσν.
ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος
αρχ.
ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»).

Greek Monotonic

γεώλοφος: -ον, καλυμμένος με χώμα· ως ουσ., λόφος, λοφίσκος, γήλοφος, σε Ξεν.· επίσης, γεώλοφον, τό, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

γεώλοφος: ὁ Xen. = v.l. γήλοφος, Polyb. = γεώλοφον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεώλοφος -ον [γῆ, λόφος met aardophoping; subst. ὁ γ. heuvel.

Middle Liddell


crested with earth: as substantive, a hill, hillock, Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr.