βηλός
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Dor. βαλός (also usedin Trag., AB224), ὁ· (βαίνω):— threshold, Il.1.591, A.Ch.571, Porph.Antr.14; β. ἀστερόεις Q.S.13.483.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ (βάω, βαίνω), Schwelle, Thürschwelle, Apollon. Lex. Homer. p. 51, 15 βηλός ὁ τῆς θύρας βαθμός; Hom. dreimal, von Götterwohnungen, Iliad. 1, 591 ἤδη γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε, ποδὸς τεταγών, ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, Woh nung des Zeus; 15, 23 ὃν δὲ λάβοιμι, ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ὄφρ' ἂν ἵκηται γῆν ὀλιγηπελέων, Wohnung des Zeus; 23, 202 θέουσα δὲ Ἶρις ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιθέῳ, Wohnung des Zephyros. Der Grammatiker Krates hielt das Wort für chaldäisch, Scholl. Iliad. 1, 591 Κράτης δὲ περισπῶν τὴν πρώτην συλλαβὴν Χαλδαϊκὴν εἶναι τὴν λέξιν ἀποδίδωσιν. Vgl. Scholl. Iliad. 15, 23 und Sengebusch Homer. dis sert. 1 p. 60. Überhaupt gab das Wort zu vielen Erörterungen Anlaß: Scholl. Iliad. 1, 591 Παρμενίων δὲ ὁ γλωσσογράφος φησὶν Ἀχαιοὺς καὶ Δρύοπας καλεῖν τὸν οὐρανὸν βηλόν, und Ἀγαθοκλῆς δὲ τὴν πάντων περιοχήν, καὶ βεβηκότας φέρειν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας. – Aeschyl. Choeph. 571 βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos, vgl. Bekk. Anecd. 1 p. 224, 16 Βατήρ: – σημαίνει δὲ καὶ τὸν τῆς θύρας οὐδόν, ὃν Ὅμηρος βηλό ν, οἱ δὲ τραγικοὶ βαλόν. – Quint. Sm. 13, 483 βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel.
Greek (Liddell-Scott)
βηλός: Δωρ. βᾱλὸς (ὅστις τύπος εἶναι ὁ σταθερῶς ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ., Α. Β. 224), ὁ, (√ΒΑ, βαίνω)· - ὁ οὐδός, τὸ κατώφλιον, Λατ. limen, Ἰλ. Α. 591, Αἰσχύλ. Χο. 571.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
seuil d’une maison ; maison, demeure.
Étymologie: R. Βα, marcher ; v. βαίνω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): lesb. βᾶλος prob. Alc.166; dór. βᾱλός A.Ch.571; βῆλος Crates Gr.Fr.22
umbral ῥῖψε ποδὸς τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο Il.1.591, cf. 15.23, 23.202, (φῶς) λάμπεσκεν κατὰ βηλόν Emp.B 84.6, ἀμείψω βαλὸν ἑρκείων πυλῶν A.l.c., del áditon oracular, Orác. en IGR 4.1498.b.6 (Lidia II d.C.), cf. Porph.Antr.14, Synes.Hymn.8.23, AB 225.29
•interpr. en los pasajes homéricos como:
a) el Olimpo Sch.Er.Il.l.c.;
b) firmamento Parmenio en Sch.Er.Il.1.591 (ap. crít.), Crates Gr.l.c., Alex.Aphr.in Sens.23.11, AB l.c.
•círculo superior del cielo Sch.Er.Il.1.591c, que lo abarca o envuelve todo, Agathocl.9, de donde ὁππότ' ... βηλὸν ἐς ἀστερόεντα Θυτήριον ἀντέλλῃσιν cuando el Altar suba al firmamento estrellado Q.S.13.483, cf. Hsch.
•para una interpr. sandalia cf. βηλόν.
• Etimología: Formado sobre un tema *bā- de la r. *gu̯eH2- / *gu̯H2- como ἔβᾱν, cf. βαίνω.
Greek Monolingual
βηλός και (δωρ. τ.) βαλός, ο (Α)
κατώφλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βᾱ / βη < gwā- (του ρ. βαίνω) + (επίθημα) -λος].
Greek Monotonic
βηλός: (βαίνω), Δωρ. βᾱλός, ὁ, εκείνο πάνω στο οποίο περπατά κάποιος, είσοδος, κατώφλι, Λατ. limen, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βηλός: дор. βᾱλός ὁ досл. порог, перен. жилище Hom., Aesch.
Frisk Etymological English
βῆμα See also: s. βαίνω.
Middle Liddell
βαίνω
that on which one treads, the threshold, Lat. limen, Il., Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βηλός -οῦ, ὁ, Dor. βᾱλός βαίνω drempel.