ἄσπιλος

From LSJ
Revision as of 08:05, 23 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "vv. ll." to "vv.ll.")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπῐλος Medium diacritics: ἄσπιλος Low diacritics: άσπιλος Capitals: ΑΣΠΙΛΟΣ
Transliteration A: áspilos Transliteration B: aspilos Transliteration C: aspilos Beta Code: a)/spilos

English (LSJ)

ον, lit. A stainless: hence, faultless, without blemish, λίθοι IG2.1054c4, cf. AP6.252 (Antiphil.), 1 Ep.Ti.6.14, 1 Ep.Pet.1.19, etc.; ἄ. ἀπὸ παντὸς κινδύνου PMag.Leid.V.8.11: Comp. and Sup. vv.ll. for sq. in Dsc.2.167. II ἄσπιλος· χειμάρρους (Maced.), Hsch.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
sans tache.
Étymologie: ἀ, σπίλος.
2ου (ὁ) :
= χείμαρρος.
Étymologie: mot macédonien.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ maced. torrentera Hsch.
• Etimología: Quizá comp. de σπίλοςescollo’, ‘roca’ q.u. y la prep. ἀπό, en maced. ἀπ-. < ἄσπιλος ἀσπίλωτος > ἄσπιλος, -ον
1 inmaculado, sin tacha λίθοι ... λευκοὶ ἄ. IG 22.1666B.5 (IV a.C.), μῆλον ... ἄ., ἀρρυτίδωτον AP 6.252.3 (Antiphil.), ref. a la sangre de Cristo ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου 1Ep.Petr.1.19, de la virginidad de María, Gr.Naz.M.37.572A, cf. Procl.CP M.65.721C, ref. a la fe τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον 1Ep.Ti.6.14, cf. Phys.B 251.10, τὴν ἐντολὴν τοῦ κυρίου φυλάξαντες ἄσπιλον Basil.M.31.1628C, ἱερωσύνη Gr.Naz.M.35.980A, mág. (δύναμιν) ἄσπιλον ἀπὸ παντὸς κινδύνου (fuerza mágica) libre de todo peligro, PMag.12.260.
2 adv. ἀσπίλως = intachablemente ἱερωσύνη ... ἐὰν τελεῖται ἀ. Ephr.Syr.1.73A
sin mácula, sin error τὴν ... ἁγίαν πίστιν φυλαξάντων ἀ. Gel.Cyz.HE 2.12.7.
• Etimología: Comp. de ἀ- priv. y σπίλοςmancha’ q.u.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and σπιλόω; unblemished (physically or morally): without spot, unspotted.

English (Thayer)

ἄσπιλον (σπίλος a spot), spotless: ἀμνός, ἵππος, Herodian, 5,6, 16 (7, Bekker edition); μῆλον, Anthol. Pal. 6,252, 3). metaphorically, free from censure, irreproachable, free from vice, unsullied, ἀπό τοῦ κόσμου, Buttmann, § 132,5). (In ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπιλος, -ον)
1. ο ακηλίδωτος, ο καθαρός
2. (μτφ., με ηθική σημ.) ο άψογος, ο αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σπίλος (ΙΙ) «στίγμα, κηλίδα, λεκές, μίασμα»].

Greek Monotonic

ἄσπῐλος: -ον (σπίλος), αυτός που δεν έχει κηλίδα, σημάδι, ακηλίδωτος, σε Ανθ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπῐλος:
1) не имеющий пятен (μῆλον στρούθειον Anth.);
2) непорочный (ἀμνός NT).

Frisk Etymological English

See also: σπιλάς

Middle Liddell

σπίλος
without spot, spotless, Anth., NTest.

Chinese

原文音譯:¥spiloj 阿-士披羅士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:不-污點的
字義溯源:無瑕疵的,無玷污的,沒有瑕疵,沒有玷污,不沾染;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(σπιλόω)=玷污或污損)組成;而 (σπιλόω)出自(σπίλος)*=污穢,瑕疵)。這字一面用來描述主耶穌是神的羔羊,沒有瑕疵,沒有玷污的( 彼前1:19);另一面也用來描述信徒的性格,該保持純潔,無可指摘( 提前6:14; 雅1:27; 彼後3:14)
出現次數:總共(4);提前(1);雅(1);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 沒有瑕疵(1) 彼後3:14;
2) 無玷污的(1) 彼前1:19;
3) 不沾染(1) 雅1:27;
4) 毫不玷污(1) 提前6:14