ὑπέρφοβος

From LSJ
Revision as of 11:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφοβος Medium diacritics: ὑπέρφοβος Low diacritics: υπέρφοβος Capitals: ΥΠΕΡΦΟΒΟΣ
Transliteration A: hypérphobos Transliteration B: hyperphobos Transliteration C: yperfovos Beta Code: u(pe/rfobos

English (LSJ)

ον, A very fearful, timid, Id.Eq.3.9; τὸ ὑ. D.C.58.6. II causal, very terrible, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν' ὑπέρφοβα Men.497 (v.l. for ὑπὲρ φόβον, ap.Stob.4.38.3a), cf. LXX Da.7.19.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig furchtsam; Mimnerm. frg. 5, zw.; Xen. equ. 3, 9. – In LXX. auch = sehr furchtbar.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφοβος: -ον, λίαν πεφοβημένος, δειλότατος, Ξεν. Ἱππ. 3, 9· τὸ ὑπέρφοβον Δίων Κ. 58. 6. ΙΙ. ὡς μεταβατ., λίαν φοβερός, δεινότατος, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν’ ὑπέρφοβα Μέναδρος ἐν «Φανίῳ» 3 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἑβδ. (Δανιὴλ) Ζ΄, 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très redoutable;
2 très craintif, qui s’effraie facilement ; τὸ ὑπέρφοβον timidité excessive, caractère timoré.
Étymologie: ὑπέρ, φόβος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ φοβισμένος·2. πάρα πολύ φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φοβος (< φέβομαι), πρβλ. περί-φοβος].

Greek Monotonic

ὑπέρφοβος: -ον, κατατρομαγμένος, έντρομος, δειλός, φοβιτσιάρης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφοβος:
1) чрезвычайно пугливый Xen.;
2) страшный, ужасный (ὑπέρφοβα λέγειν Men.).

Middle Liddell

ὑπέρ-φοβος, ον,
very fearful, timid, Xen.