εὔφραστος

From LSJ
Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφραστος Medium diacritics: εὔφραστος Low diacritics: εύφραστος Capitals: ΕΥΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eúphrastos Transliteration B: euphrastos Transliteration C: eyfrastos Beta Code: eu)/frastos

English (LSJ)

ον, (φράζω) A easy to make intelligible, Arist.Rh.1407b12; distinct, ὀπωπή D.P.171.

German (Pape)

[Seite 1107] leicht zu bemerken, wahrzunehmen, ὀπωπή D. Per. 171; leicht zu verstehen, oder leicht auszusprechen, neben δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον Arist. rhet. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à expliquer, à exprimer.
Étymologie: εὖ, φράζω.

Greek Monolingual

εὔφραστος, -ον (Α)
1. ευκολοπρόφερτος, και κατ' επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.)
2. σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. άφραστος, πολύφραστος].

Greek Monotonic

εὔφραστος: -ον (φράζω), εύκολος στην προφορά ή στην έκφραση, ευπρόφερτος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔφραστος: легко выразимый, удобопроизносимый (τὸ γεγραμμένον Arst.).

Middle Liddell

εὔ-φραστος, ον φράζω
easy to speak or utter, Arist.