ἐνδιδύσκω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A put on, τινά τι LXX 2 Ki.1.24, Ev.Marc.15.17:—Med., put on oneself, Ev.Luc.8.27, J.BJ7.2.2 (Act. is v.l.): written ἐνδυδισκόμενος SIG2857.13 (Delph.). II clothe, τινὰ ἱματίῳ Gp.16.21.9.
German (Pape)
[Seite 834] anziehen, N. T. u. a. Sp., auch pass.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῐδύσκω: ἐνδύω, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27.
French (Bailly abrégé)
revêtir : τινά τι qqn de qch;
Moy. ἐνδιδύσκομαι se revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, φιλοχωρέω.
Spanish (DGE)
1 vestir c. doble ac. ἐπὶ Σαουλ κλαύσατε τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα llorad a Saúl el que os vestía de rojo escarlata, LXX 2Re.1.24, cf. Eu.Marc.15.17, αὐτὸν τὴν ἐντάφιον στολήν A.Thom.A 23, c. ac. y dat. instrum. τὸν ὄνον ... τοιούτῳ ἱματίῳ Gp.16.21.9.
2 vestirse, ponerse c. ac. del vestido λευκοὺς χιτωνίσκους I.BI 7.29
•en v. med. mismo sent. πορφύραν καὶ βύσσον Cyr.Al.Luc.1.241.39.
3 en v. med., abs. vestirse, proveerse de vestimenta, SIG2 857.13 (Delfos II a.C.).
English (Strong)
a prolonged form of ἐνδύω; to invest (with a garment): clothe in, wear.
English (Thayer)
(equivalent to ἐνδύω (cf. Buttmann, 56 (49))); imperfect middle ἐνεδιδυσκομην; to put on, clothe: τινα πορφύραν, L T Tr WH; middle to put on oneself, be clothed in (with the accusative Buttmann, 191 (166); Winer's Grammar, § 32,5): ἱμάτιον, R G L Tr marginal reading); πορφύραν, βύσσον, Josephus, b. j. 7,2).
Greek Monolingual
ἐνδιδύσκω (AM)
ντύνω κάποιον με κάτι («ἐνδιδύσκουσιν αὐτόν πορφύρᾳ», «καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο»).
Greek Monotonic
ἐνδῐδύσκω: φορώ σε κάποιον κάτι, τινά τι, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., ντύνομαι, φορώ πάνω μου, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδῐδύσκω: надевать (πορφύραν τινά NT); med. надевать на себя (ἱμάτιον NT).
Middle Liddell
to put on another, τινά τι NTest.:—Mid. to put on oneself, NTest.
Chinese
原文音譯:™ndidÚskw 恩-笛低士可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-滑脫
字義溯源:穿著,穿,投,穿上衣服;源自(ἐνδύω)=穿上衣服);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δύνω)=落下)組成,其中 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)。參讀 (ἀμφιέζω / ἀμφιέννυμι)同義字
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 穿著(1) 路16:19;
2) 穿(1) 路8:27