ἄβιος

From LSJ
Revision as of 13:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄβιος Medium diacritics: ἄβιος Low diacritics: άβιος Capitals: ΑΒΙΟΣ
Transliteration A: ábios Transliteration B: abios Transliteration C: avios Beta Code: a)/bios

English (LSJ)

ον (A), A = ἀβίωτος, βίος AP7.715 (Leon.). 2 not to be survived, αἰσχύνη Pl.Lg.873c. II without a living, starving, Luc.DMort.15.3, Man.4.113, Vett.Val.46.12; ἄτεκνος καὶ ἄ. καὶ προώλης, an imprecatory form in CIG3915.46 (Hierapolis). III perhaps having no fixed subsistence, nomad, Ἱππημολγῶν γλακτοφάγων ἀβίων τε Il.13.6 (various expl. in Nic.Dam.p.145 D.); but prob. Ἀβίων, pr. n., cf. Arr.An.4.1.1, Str.7.3.2, etc.; Ἄ. Σαυρομάται Mus.Belg.16.70 (Attic, ii A.D.).
ἄβιος, (B), ον, (α intensive) A wealthy, Antipho Soph.43.

German (Pape)

[Seite 3] 1) nicht zu leben, unerträglich, Plat, αἰσχύνη ἄπορος καὶ ἄβ. Legg. IX, 873 c; βίος ἄβ. Leon. Tar. 100 (VII, 715). – 2) ohne Lebensunterhalt, arm, mit ἄκληρος verbunden Luc. D. Mort. 15, 3. – Antiphon soll es nach VLL. für reich gebraucht haben, wie es auch Il. 13, 6, wo es Eigenname ist, erkl. wurde, vgl. Scholl. und Ap. L. H.. 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἄβιος: -ον, = ἀβίωτος, ζωῆς ἀβίου. Ἐμπεδ. 38. ἄβ. βίος Ἀνθ. Π. 7. 715. 2) μετὰ τὸν ὁποῖον ἢ ὁποίαν δὲν δύναται νὰ ἐπιζήσῃ τις: αἰσχύνη ἄβ. Πλάτ. Νόμ. 873C. ΙΙ. ἄνευ πόρου ζωῆς· πενόμενος· Λουκ. Νεκρ. διαλ. 15. 3. ἄτεκνος καὶ ἄβ. καὶ προώλης, κατάρα ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 46. ΙΙΙ. ἄβιοι ἐν Ἰλ. Ν, 6, ὡς ἐπίθ. τῶν Ἱππημολγῶν = ἁπλοῖ κατὰ τὸν βίον καὶ τοὺς τρόπους, οὐκ ἄδικοι· «Ἱππημολγῶν γλακτοφάγων ἀβίων τε», ἀλλὰ πιθ. «Ἀβίων» ὡς κύριον ὄν. εἶναι ἡ ἀληθὴς γραφή· βεβαίως οὕτω μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅρ. Σχόλ. Ἑνετ. Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «τὸν ἄβιον Ἀντιφῶν ἀντὶ τοῦ πολὺν βίον κεκτημένον ἔταξεν, ὥσπερ Ὅμηρος ἄξυλον ὕλην λέγει τὴν πολύξυλον». Ἄβιοι, κατὰ Θεοδώρητον Ἐκκλ. ἱστ. 4, 28, λέγονται οἱ μοναχοί, «οἱ ἄβιοι καὶ ἀνέστιοι, καὶ ἄσαρκοι, μικροῦ δὲ ἀναίμονες καὶ Θεῷ κατὰ τοῦτο πλησιάζοντες».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans ressources pour vivre, indigent.
Étymologie: , βίος.

Spanish (DGE)

(ἄβῐος) -ον
• Prosodia: [ᾰ]
I 1gener. sin medios de vida, pobre, indigente εἴ τις αὐτοὺς ἀναπέμψειε θητεύσοντας ἀκλήροις καὶ ἀβίοις ἀνδρᾶσιν Luc.DMort.15.3, τίθησι βροτοὺς ἀβίους, ἀμελάθρους Man.4.113, cf. Vett.Val.45.20, en una imprecación funeraria ἄτεκνος καὶ ἄ. καὶ πηρὸς ... ἀποθάνοι IAlt.Hierap.339.10 (II d.C.).
2 que tiene un medio de vida no agrícola, no agricultor, nómada (para explicar el nombre del pueblo de los Ἄβιοι en Il.13.6) ἀβίους δ' αὐτοὺς λέγει ... διὰ τὸ γῆν μὴ γεωργεῖν Nic.Dam.104.
II 1a lo que no se puede sobrevivir αἰσχύνη Pl.Lg.873c.
2 que no merece ser vivido βίος AP 7.715 (Leon.).
3 que no tiene vida, desierto μετὰ τὸν ποταμὸν τοῦτον ἄβιος ἡ Λιβύη tras este río Libia es un desierto Philostr.VA 5.1.
-ον rico Antipho Soph.B43.

Greek Monotonic

ἄβιος: -ον, I. = ἀβίωτος, σε Ανθ.
II. αυτός που δεν έχει περιουσία, αυτός που πένεται, που λιμοκτονεί, σε Λουκ.
III. λέγεται για τους Ἱππημολγούς, απλοί στον τρόπο ζωής, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄβιος:
1) невыносимый (αἰσχύνη Plat.; βίος Anth.);
2) не имеющий средств к жизни, неимущий (ἄκληροι καὶ ἄβιοι ἄνδρες Luc.).

Middle Liddell


I. = ἀβίωτος, Anth.
II. without a living, starving, Luc.
III. of the Ἱππημολγοί, simple in life, Il.