ἔκδυμα
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
that which is stripped off, skin, hide, garment f.l. in AP5.198 (Hedyl.; leg. ἔνδυμα).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἔγδ- PSI 756.47
plu. prenda de vestir que se retira dejando al descubierto los pechos, de un sostén μαλακαὶ, μαστῶν ἐκδύματα, μίτραι AP 5.199.5 (Hedyl.)
•plu. despojos glos. a exuuiae de Virgilio PSI l.c., PNess.1.1020, Gloss.2.67
•sg. muda, camisa de la piel de la serpiente, Sud.δ 491, στέμφυλον· τὸ ἔ. τῆς σταφυλῆς del hollejo de la uva, Sud.s.u. στέμφυλον.
German (Pape)
[Seite 758] τό, das Ausgezogene, Hedyl. 1 (V, 199).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδυμα: τό, τὸ ἀφαιρούμενον ἢ ἀποβαλλόμενον, Ἀνθ. Π. 5. 199.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dépouille.
Étymologie: ἐκδύω.
Greek Monolingual
το (AM ἔκδυμα)
ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο του φιδιού
μσν.
πτώμα.
Greek Monotonic
ἔκδῠμα: -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί, τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδῡμα: ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).
Middle Liddell
ἔκδῠμα, ατος, τό,
that which is stripped off, a skin, garment, Anth. [from ἐκδύω