μύκημα

From LSJ
Revision as of 22:51, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡκημα Medium diacritics: μύκημα Low diacritics: μύκημα Capitals: ΜΥΚΗΜΑ
Transliteration A: mýkēma Transliteration B: mykēma Transliteration C: mykima Beta Code: mu/khma

English (LSJ)

ατος, τό, = μυκηθμός (lowing, bellowing, bleating, rumbling), βοῶν μυκήματα E. Ba. 691, cf. Call. Del. 310, ARh. 1.1269, etc. ; μ. λεαίνας Theoc. 26.21 ; roar of thunder, A. Pr. 1062 (anap.) ; — rare in Prose, of a vase, Arist. Pr. 938a10 ; of the earth, Id. Mu. 396a13, DC. 68.24 ; of winds in a cave, Corn. ND 22.

German (Pape)

[Seite 216] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mugissement.
Étymologie: μυκάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μύκημα: [ῡ], τό, μυκηθμός, «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ κρότος τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.

Spanish

mugido

Greek Monolingual

μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) μυκώμαι
μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῦν τες ὅμοιον», Πλούτ.)
αρχ.
1. ο κρότος της βροντής
2. ισχυρός ήχοςἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.).

Greek Monotonic

μύκημα: [ῡ], τό, μούγκρισμα, μουγκανητό, μουγκρητό, λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό λιοντάρι, σε Θεόκρ.· το μουγκρητό του κεραυνού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μύκημα: ατος (ῡ) τό
1) мычание (μυκήματα βοῶν Eur.);
2) рев, рычание (λεαίνης Theocr.);
3) гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).

Middle Liddell

μύ¯κημα, ατος, τό,
a lowing, bellowing, roaring, of oxen, Eur.; of a lioness, Theocr.; the roar of thunder, Aesch.

English (Woodhouse)

bellow, of cattle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)