δυσμεταχείριστος

From LSJ
Revision as of 17:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμεταχείριστος Medium diacritics: δυσμεταχείριστος Low diacritics: δυσμεταχείριστος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysmetacheíristos Transliteration B: dysmetacheiristos Transliteration C: dysmetacheiristos Beta Code: dusmetaxei/ristos

English (LSJ)

ον, A hard to manage, παῖς Pl.Lg.808d (Sup.), cf. Plu.Mar.37, al., Aen. Tact.39.7; ζῷα Ael.NA4.44; δίκτυα X.Cyn.2.6. 2 hard to attack, στρατός Hdt.7.236, J.BJ1.7.1; of the tortoise's shell, Hierocl. p.13 A.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu handhaben; στρατὸς ναυτικός Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., παῖς Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμεταχείριστος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, παῖς Πλάτ. Νόμ. 808D· δίκτυα Ξεν. Κυν. 2, 6· ― δυσπρόσβλητος, στρατὸς Ἡρόδ. 7. 236.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à manier (filet) ; fig. intraitable;
2 difficile à attaquer.
Étymologie: δυσ-, μεταχειρίζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas difícil de manejar o manipular ἁλύσεις Aen.Tact.39.7, δίκτυα ... ἐὰν δὲ ᾖ μείζω X.Cyn.2.5, del caparazón de la tortuga, Hierocl.2.24
de pers. Μάριον βαρὺν ... καὶ δυσμεταχείριστον οἰκέται δύο ... ἐξάραντες Plu.Mar.37.
2 difícil, dificultoso (διῶρυξ) δυσμεταχείριστον ἔχουσα τὸ στόμα Str.16.1.11
en cont. bélicos difícil de atacar, inabordable ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.7.236, τήν τε ὀχυρότητα τῶν τειχῶν δυσμεταχείριστον ὁρῶν I.BI 1.141
difícil de herir, inalcanzable c. dat. τοῖς ... παίουσι δ. de un general cubierto por su armadura, Plu.Arist.14.
II fig.
1 difícil de someter a disciplina, indócil de pers. παῖς Pl.Lg.808d, γυνή Aristaenet.1.17.25, de soldados διὰ ... ἀναρχίας δυσμεταχειρίστων γεγονότων Plu.Luc.7, cf. Brut.46
intratable κόλαξ Plu.2.61c, ἐχθρός Plu.2.86f, de un amigo pedante, Arr.Epict.2.15.14, de anim., Ael.NA 4.44
inasequible, difícil de persuadir c. dat. δ. λόγῳ Them.Or.34.460.
2 difícil de tratar, complejo de abstr., de un tema ἡ κληρονομία D.C.44.53.5, cf. Vett.Val.365.1, op. εὐεργής M.Ant.7.68, ὁ διδασκαλικὸς λόγος Gr.Nyss.M.46.313C, πρᾶγμα Synes.Ep.66 (p.106), ἡ θεραπεία Posidon. en Aët.6.21
neutr. subst. τὸ δ. la complejidad τῶν πραγμάτων D.C.53.9.6.
3 de enfermedades, suturas difícil de curar (τὸ πάθος) χρόνιον Gal.19.710, γαστρορραφίαι Gal.10.412, cf. 6.428.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσμεταχείριστος, -ον)
1. (για πράγμα) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται κανείς
2. (για πρόσ.) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί
αρχ.
εκείνος που δύσκολα προσβάλλεται, ο δυσπρόσβλητος.

Greek Monotonic

δυσμεταχείριστος: -ον (μεταχειρίζω), δύσκολος στον χειρισμό, στη χρήση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμεταχείριστος:
1) трудно управляемый, неудобный (δίκτυα Xen.);
2) с трудом поднимаемый, грузный (βαρὺς τῷ σώματι καὶ δ. Plut.);
3) неуязвимый, недоступный, неодолимый (στρατὸς ναυτικός Her.);
4) с которым трудно справиться, строптивый (παῖς Plat.).

Middle Liddell

δυσ-μεταχείριστος, ον μεταχειρίζω
hard to manage: hard to attack, Hdt.

English (Woodhouse)

unmanageable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)