συνθεσία

From LSJ
Revision as of 08:30, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεσία Medium diacritics: συνθεσία Low diacritics: συνθεσία Capitals: ΣΥΝΘΕΣΙΑ
Transliteration A: synthesía Transliteration B: synthesia Transliteration C: synthesia Beta Code: sunqesi/a

English (LSJ)

ἡ, A = σύνθεσις 111, mostly in plural, covenant, treaty, πῇ δὴ συνθεσίαι . .; Il.2.339, cf. A.R.1.340, etc.: also in sg., Id.4.340, al., Epic.Oxy.214r.13; περὶ συνθεσίης for a wager, Posidipp. ap. Ath.10.412e (καίπερ σ. codd.). 2 οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων nor did he forget the instructions, Il.5.319. II Medic., = continuatio, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεσία: ἡ, = σύνθεσις· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνία, σύμβασις, συνθήκη, πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. σύνθεσις ΙΙΙ, συνθήκη ΙΙ, συνημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 convention, pacte;
2 instructions, ordres.
Étymologie: συντίθημι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α
1. συναρμογή, αρμός
2. συνέχεια
3. στοίχημα
4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι
α) συνθήκες, συμφωνίες
β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ' υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

συνθεσία: ἡ (συντίθημι), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το συνθῆκαι· σύμβαση, συνθήκη, σύμφωνο, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., συνθεσιάων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνθεσία: ион. συνθεσίη ἡ pl.
1) соглашение, условие или обет Hom.;
2) указание, наставление Hom.

Middle Liddell

συνθεσία, ἡ, συντίθημι
mostly in plural, like συνθῆκαι, a covenant, treaty, Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.