ἀγέραστος

From LSJ
Revision as of 18:19, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγέραστος Medium diacritics: ἀγέραστος Low diacritics: αγέραστος Capitals: ΑΓΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: agérastos Transliteration B: agerastos Transliteration C: agerastos Beta Code: a)ge/rastos

English (LSJ)

ον, (γέρασ A without a gift of honour, unrecompensed, Il.1.119, Hes.Th.395; ἀ. τύμβος, ὄνομα E.Hec.115, Ba.1378; ἀπελθεῖν ἀ. Luc.Tyr.3: c. gen., θυέων ἀ. A.R 3.65:—cf. ἀγείρᾰτος.

German (Pape)

[Seite 12] (γέρας), ohne Ehrengeschenk, Hom. nur Il. 1, 119; Hes. neben ἄτιμος Fh. 395; τύμβος Eur. Hec. 116; ὄνομα Bacch. 1375; mit dem gen., θυέων Ap. Rh. 3, 65; neben ἄμοιρός τινος Plut. sol. an. 23; βόες κεράτων οὐκ ἀγ. Ael. H. A. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέραστος: -ον, (γέρας) ὁ ἄνευ ἀμοιβῆς ἢ τιμῆς, ἄνευ βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. τύμβος, Εὐρ. Ἑκ. 117, ὄνομα Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· μετὰ γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις τύπος: ἀγείρατος ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non récompensé, non honoré.
Étymologie: , γέρας.

English (Autenrieth)

(γέρας): without a gift.

Spanish (DGE)

-ον
no premiado, no recompensado, no honrado como se merece ὄφρα μὴ οἷος Ἀργεΐων ἀ. ἔω Il.1.119, de dioses ὅστις ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀ. Hes.Th.395, ἀγέραστον ἔχων ὄνομ' ἐν Θήβαις de Dioniso, E.Ba.1378, οὐδέ ... ὅ γε δαίμοσιν ἦν ἀ. CEG 595.3 (Atenas IV a.C.), Ἔρως Nonn.D.24.268, ἀπελθεῖν ἀγέραστον Luc.Tyr.3, cf. Gr.Naz.M.37.1495A
de cosas τύμβον ... ἀγέραστον ἀφέντες E.Hec.115, τὸ σωφρονοῦν ἀγέραστον γίγνεται D.C.41.29.2
c. gen. θυέων ἀ. A.R.3.65.

Greek Monotonic

ἀγέραστος: -ον (γέρας), αυτός που δεν έχει λάβει βραβείο ή έπαθλο τιμής, αυτός που δεν έχει βραβευθεί, που δεν έχει ανταμειφθεί, αυτός που δεν έχει λάβει ανταπόδοση, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγέραστος:
1) оставшийся без награды, ненагражденный Hom., Hes., Luc.;
2) не почтенный дарами, заброшенный, забытый (τύμβος Eur.);
3) оставленный без почестей (ὄνομα Eur.; γένος Plut.).

Middle Liddell

γέρας
without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded, Il., Eur.