ἀνακρεμάννυμι
English (LSJ)
poet. ἀγκρ-:—Pass., -κρέμᾰμαι:—A hang up on a thing, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440; τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, as a votive offering, Hdt.5.77; τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον ib.95; ἀ. τινά crucify, Id.9.120; βροχὸν ἑαυτῷ περιθεὶς ἀνεκρέμασε D.S.2.6; suspend a wounded limb in a sling, Hp.Art.22:—Pass., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος being hung up, Hdt.2.121.γ; τούτου . . τοῦ ἀνακρεμασθέντος Id.9.122, cf. 7.194. II make dependent, ἀ. ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Pl.Ion536a; ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin.3.100; ἀ. τὴν πίστιν εἴς τινα Pib.8.19.3.
German (Pape)
[Seite 193] (s. κρεμάννυμι), aufhängen, πασσἀλῳ ἀγκρεμάσασα χιτῶνα Od. 1, 440; ἀνακρεμασθείς Her. 9, 122; ἐς, πρός τι ἀνεκρέμασαν, 5, 77. 95; Plat. Fim. 90 b; anknüpfen, ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν, Ion. 536 a; dah. spannen, von Furcht u. Hoffnung, ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, Aesch. 3, 100; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα, sein ganzes Vertrauen auf einen setzen, Pol. 8, 21, 3; – λόφους ἀνακρεμαννὺς μεγάλοις ὀρύγμασιν Plut. Lucull. 39, d. i. unterminiren. – Diod. Sic. 2, 6 braucht ἀνεκρέμασε für: sich erhenken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακρεμάννυμι: ποιητ. ἀγκρ-: Παθ. -κρέμαμαι (ἴδε κρεμάννυμι): - κρεμῶ τι ἔκ τινος, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, ὡς ἀνάθημα, Ἡρόδ. 5. 77.· τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον αὐτόθι 95· ἀν. τινά, ἀπαγχονίζω τινά, ὁ αὐτ. 9. 120. Ἐπίσης, ἀν. [ἑαυτόν], ἀπαγχονίζειν ἑαυτόν, Διόδ. 2. 6: - Παθ., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος, ἐνῷ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· τούτου... τοῦ ἀνακρεμασθέντος ὁ αὐτ. 9. 122, πρβλ. 7. 194. ΙΙ. κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται ἔκ τινος, ἀν. ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Πλάτ. Ἴων 536Α· οὕτως, ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Αἰσχύλ. 68. 2· ἀν. τὴν πίστιν εἴς τινα Πολύβ. 8. 21, 3.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνακρεμάσω ou ἀνακρεμῶ, etc.
suspendre : τι πασσάλῳ OD qch à un clou ; τινα HDT pendre qqn ; fig. ἀπὸ τῶν ἐλπίδων ESCHN tenir en suspens par l'espérance.
Étymologie: ἀνά, κρεμάννυμι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀγκρ- Od.1.440
• Morfología: [aor. lesb. ὀνεκρέμασσαν Alc.401B.a.2]
1 de cosas colgar, suspender (χιτῶνα) πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.l.c., τὰς δοκούς PMich.Zen.37.6, 19 (III a.C.), frec. como ofrenda votiva ἐς Γλαυκώπιον ἶρον ὀνεκρέμασσαν Alc.l.c., τὰς δὲ πέδας αὐτῶν ... ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν Hdt.5.77, πέλταν πρὸς Ἀθάνας ... θαλάμοις E.Fr.11.5M., cf. Hdt.5.95, E.Ba.1240
•medic. poner un brazo en cabestrillo Hp.Art.22
•de pers. a las que se da suplicio por empalamiento, en v. pas. ἀνακρεμασθέντος ... αὐτοῦ al ser puesto en el palo Hdt.7.194, o clavándoles una cuña σανίδι προσπασσαλεύοντες ἀνεκρέμασαν le colgaron del poste clavándole una cuña Hdt.9.120, cf. 122
•de un cadáver, en v. pas. ἀνακρεμαμένου δὲ τοῦ νέκυος estando el cadáver colgado Hdt.2.121γ
•tb. ahorcar βρόχον ἑαυτῷ περιθεὶς ἀνεκρέμασε D.S.2.6.
2 fig. e giro preposicional hacer depender ἀνακρεμαννὺς ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Pl.Io 536a, ἀνακρεμάσας (ὑμᾶς) ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin.3.100, πρὸς τὰς ἀπὸ σοῦ πεύσεις ἀνακρεμάμεθα estamos pendientes de tus noticias Phalar.Ep.125, ἐς τὸν Βῶλιν ἀνακρεμάσαι τὴν πίστιν prestar fidelidad a Bolis Plb.8.19.3.
Greek Monolingual
ἀνακρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου
2. απαγχονίζω
3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ
«ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων»
4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρεμάννυμι.
Greek Monotonic
ἀνακρεμάννῡμι: ποιητ. ἀγ-κρ-· μέλ. -κρεμάσω, Αττ. -κρεμῶ· — Παθ. -κρέμᾰμαι·
I. κρέμομαι πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· ἐς... ή πρός..., σε Ηρόδ. — Παθ., είμαι κρεμασμένος, στον ίδ.
II. κάνω κάτι να εξαρτάται από κάτι, εξαρτώ, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακρεμάννῡμι: эп. ἀγκρεμάννῡμι
1) подвешивать, вешать (χιτῶνα πασσάλῳ Hom.);
2) культ, вешать в храме, т. е. приносить в качестве жертвенного дара (τι ἐς τὴν ἀκρόπολιν и πρὸς τὸ Ἀθήναιον Her.);
3) казнить через повешение, вешать (τινα Her.): περιπεσὼν λύττῃ ἀνεκρέμασε (sc. ἑαυτόν) Diod. впав в безумие, он повесился;
4) соединять, связывать: ἀ. τι ἔκ τινος Plat. ставить что-л. в зависимость от чего-л.; ἀ. λόφους ὀρύγμασι Plut. соединить холмы рвами; ἀνακρεμάσαι τινὰ ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin. обольстить кого-л. надеждами; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα Polyb. целиком довериться кому-л.
Middle Liddell
I. to hang up on a thing, c. dat., Od.; ἐς . . or πρός. . . Hdt.:—Pass. to be hung up, Hdt.
II. to make dependent, Plat.