παρεγκόπτω

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγκόπτω Medium diacritics: παρεγκόπτω Low diacritics: παρεγκόπτω Capitals: ΠΑΡΕΓΚΟΠΤΩ
Transliteration A: parenkóptō Transliteration B: parenkoptō Transliteration C: paregkopto Beta Code: paregko/ptw

English (LSJ)

intercept, stop, τὸ πνεῦμα v.l. in Plu.2.130b.

German (Pape)

[Seite 510] einschneiden, Plut. de sanit. tuend. p. 391.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγκόπτω: διακόπτω, «σταματῶ», τὸ πνεῦμα Wytt. εἰς Πλούτ. 130Β.

French (Bailly abrégé)

intercepter.
Étymologie: παρά, ἐγκόπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. παρεμποδίζω, διακόπτω
2. παρεμβάλλω εμπόδια
μσν.
περιορίζω και προκαλώ αλλαγή κατάστασης ή πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκόπτω «σχηματίζω εγκοπή, εμποδίζω»].

Russian (Dvoretsky)

παρεγκόπτω: перехватывать, задерживать (τὸ πνεῦμα Plut.).