ἐμπατέω
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
A walk in or into, c. acc., μέλαθρον A.Ag.1434. II c. acc., trample on, νεκρούς J.BJ6.9.4: metaph., τὰ κοινὰ τῶν ἀνθρώπων νόμιμα Agath.4.15:—Med. or Pass., tread the wine-press, Poll. 7.151.
Spanish (DGE)
(ἐμπᾰτέω) 1 entrar en, poner el pie en c. ac. de direcc. μέλαθρον A.A.1434.
2 patear, pisotear c. ac. νεκρούς I.BI 6.431
•fig. ἐμπατήσαντες τὰ κοινὰ τῶν ἀνθρώπων νόμιμα Agath.4.15.7
•pisar la uva, en v. pas. ὁμοίως δὲ ᾧ ἐμπατοῦνται (αἱ σταφυλαί) ληνός Poll.7.151.
German (Pape)
[Seite 811] hineintreten, -gehen; μέλαθρον, in das Gemach, Aesch. Ag. 1409; darauf treten. νεκρούς, auf die Todten, Ios.; vom Keltern der Weintrauben, Poll. 7, 151.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπᾰτέω: μέλλ. -ήσω, πατῶ ἐντός, εἰσέρχομαι, οὔ μοι φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖν (ἐμπατεῖ χειρόγρ., Franz, Dindorf.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1434. ΙΙ. μεταβ., πατῶ ἐπάνω εἴς τι, καταπατῶ, νεκροὺς Ἰώσηπ. Πολ. 6. 9. 4. - Μέσ., πατῶ, ἐπὶ τῶν ἐν ληνῷ πατούντων σταφυλάς, Πολυδ. Ζ΄, 151.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entrer dans, acc..
Étymologie: ἐν, πατέω.
Greek Monotonic
ἐμπᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἐν), προχωρώ μέσα ή εισέρχομαι σε ένα μέρος, εισβάλλω, καταπατώ, με αιτ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπᾰτέω: входить, вступать (μελάθρων Aesch. - v.l. μέλαθρον).
Middle Liddell
fut. ήσω [ἐν]
to walk in or into a place, enter, c. acc., Aesch.