παγκρατιάζω

From LSJ
Revision as of 07:50, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτιάζω Medium diacritics: παγκρατιάζω Low diacritics: παγκρατιάζω Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΖΩ
Transliteration A: pankratiázō Transliteration B: pankratiazō Transliteration C: pagkratiazo Beta Code: pagkratia/zw

English (LSJ)

A perform the exercises of the παγκράτιον, Isoc.15.252, Pl.Grg.456d, Chrm.159c, etc.: c. acc. cogn., πάντας ἐπαγκρατίασε τοὺς κλήρους SIG1073.28 (Olympia, ii A. D.): metaph., of gesticulation, sway one's arms about like a gymnast, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.1.26, cf. 33.

German (Pape)

[Seite 436] die Uebungen des παγκράτιον machen, dies durchkämpfen; Plat. Gorg. 456 d; Aesch. 1, 26 u. Folgde, wie oft bei Paus.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρᾰτιάζω: ἐκτελῶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ παγκρατίου, διαγωνίζομαι τὸ παγκράτιον, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδόσεως § 252, Πλάτ. Γοργ. 456D, Χαρμ. 159C· ― μεταφ., κινῶ τοὺς βραχίονας ποικιλοτρόπως ὡσεὶ γυμναζόμενος, κάμνω βιαίας χειρονομίας, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Αἰσχίν. 4. 33, πρβλ. 5. 21.

French (Bailly abrégé)

s'exercer à la lutte du pancrace.
Étymologie: παγκράτιον.

Greek Monolingual

παγκρατιάζω (Α) παγκράτιον
1. αγωνίζομαι στο παγκράτιο
2. μτφ. κινώ βίαια τους βραχίονές μου σαν να γυμνάζομαι στο παγκράτιο, δηλαδή χειρονομώ βίαια, κάνω απότομες χειρονομίες.

Greek Monotonic

παγκρᾰτιάζω: εκτελώ τα αγωνίσματα του παγκρατίου, σε Πλάτ.· μεταφ., κινώ τους βραχίονες όπως όταν κάνω γυμναστική, χειρονομώ, κουνώ τα χέρια βιαστικά και απότομα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

παγκρᾰτιάζω:
1) упражняться в панкратии, т. е. заниматься всеборьем Plat., Isocr.;
2) всячески бороться (πρός τινα Plut.);
3) (об ораторе) жестикулировать словно панкратиаст (ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκρατιάζω [παγκράτιον] het pankration beoefenen.

Middle Liddell

παγκρᾰτιάζω, [from παγκράτιον
to perform the exercises of the παγκράτιον, Plat.:—metaph. to sway one's arms about like a gymnast, to gesticulate violently, Aeschin.