συνυπουργέω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
A join in serving, co-operate with, τινι Hp.Art.58, cf. 2 Ep.Cor.1.11, Luc.Bis Acc.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνυπουργέω: συνυπηρετῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 17, Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
joindre son assistance à celle d'un autre, porter secours ensemble.
Étymologie: σύν, ὑπουργέω.
English (Strong)
from σύν and a derivative of a compound of ὑπό and the base of ἔργον; to be a co-auxiliary, i.e. assist: help together.
English (Thayer)
συνυπούργω; (ὑπουργέω to serve, from ὑπουργός, and this from ὑπό and ἘΡΓΩ); to help together: τίνι, by anything, Lucian, bis accusat. c. 17 συναγωνιζομενης τῆς ἡδονῆς, ἤπερ αὐτῇ τά πολλά ξυνυπουργει.)
Greek Monotonic
συνυπουργέω: μέλ. -ήσω, συνυπηρετώ, συμβοηθώ, συνεργάζομαι με κάποιον, τινί, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνυπουργέω: содействовать, помогать: σ. τινι Luc. содействовать кому-л., NT содействовать (кому-л.) чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-υπουργέω (onder)steunen ( overdr. ); met dat. iem.
Middle Liddell
fut. ήσω
to cooperate with, τινί NTest., Luc.
Chinese
原文音譯:sunupourgšw 尋-語普-烏而給哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-在下-工作
字義溯源:作幫手,一同工作,合作,幫助;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὑπό)*=被,在⋯下)及(ἔργον)=行為)組成,而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 幫助(1) 林後1:11