μίνθος

From LSJ
Revision as of 21:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίνθος Medium diacritics: μίνθος Low diacritics: μίνθος Capitals: ΜΙΝΘΟΣ
Transliteration A: mínthos Transliteration B: minthos Transliteration C: minthos Beta Code: mi/nqos

English (LSJ)

ὁ, A human ordure, Mnesim.4.63.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, Menschenkoth, Hesych.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
excrément.
Étymologie: DELG pê de μίνθη, par antiphrase.
2ου (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.

Greek (Liddell-Scott)

μίνθος: ὁ, ἢ μίνθα, ἡ, «ἀνθρωπεία κόπρος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. μίνθα, «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος μίνθος» Σουΐδ. ἐν λέξ. μινθώσομεν.

Greek Monolingual

(I)
μίνθος, ἡ (Α)
βλ. μίνθη.
(II)
μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α)
ανθρώπινη κόπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ' ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «μίνθα
τὸ ἡδύοσμον καί ἀνθρωπεία κόπρος»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για πελασγικό δάνειο, ενώ κατ' άλλους η λ. έχει ΙΕ ρίζα και συνδέεται ή με σμυρίζω και μύδος «σήψη, υγρασία» (ΙΕ ρίζα smu-) ή με μι(F)αίνω, μι(F)φαρός (ΙΕ ρίζα (s)mi-u-)].

Greek Monotonic

μίνθος: ὁ, ανθρώπινο περίττωμα.

Russian (Dvoretsky)

μίνθος: ἡ бот. мята Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: human ordure (Mnesim. Com.),
Derivatives: -όω stain with h. o. (Ar.), metaph. renounce utterly, abominate (hell., com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like ὄνθος, σπέλεθος a.o. (Chantraine Form. 369), further unclear. IE etymology (by Persson Stud. 155) referred by Bq; s. also WP. 2, 685. Also μιαρός, μιαίνω have been connected (H. Petersson Heteroklisie 180, Carnoy Ant. class. 24, 20). Perh. Pre-Greek.

Middle Liddell

μίνθος, ὁ,
human ordure.

Frisk Etymology German

μίνθος: {mínthos}
Grammar: m.
Meaning: Menschenkot (Mnesim. Kom.),
Derivative: -όω mit Kot besudeln (Ar.), übertr. heftig verabscheuen, verachten (hell. Kom. u.a.).
Etymology: Bildung wie ὄνθος, σπέλεθος u.a. (Chantraine Form. 369), sonst dunkel. Idg. Etymologie (von Persson Stud. 155) bei Bq referiert; s. auch WP. 2, 685. Auch μιαρός, μιαίνω sind herangezogen worden (H. Petersson Heteroklisie 180, Carnoy Ant. class. 24, 20 u.a.).
Page 2,242