ἐκπεραίνω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
finish off, A.Fr.78; βίοτον E.HF428 (lyr.):—Pass., of oracles, to befulfilled, Id.Ion785, Cyc.696; of works, to be accomplished, X.An.5.1.13.
German (Pape)
[Seite 771] ganz durch-, zu Ende bringen; βίον Eur. Herc. Fur. 428; πράγματα Plat. epist. VII, 333 b; ἢν ταῦτα ἡμῖν μὴ περαίνηται, wenn dies nicht ins Werk gesetzt wird, Xen. An. 5, 1, 13; χρησμὸς ἐκπεραίνεται, geht in Erfüllung, Eur. Ion 799; Cycl. 696.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72· βίοτον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 428: - Παθ. ἐπὶ χρησμῶν, ἐκπληροῦμαι, Εὐρ. Ἴων 785, Κύκλ. 696· ἐπὶ ἔργων, συντελοῦμαι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13.
French (Bailly abrégé)
conduire à terme, achever, accomplir.
Étymologie: ἐκ, περαίνω.
Spanish (DGE)
1 llevar a cabo, realizar Λέσβιον φατνώματι κῦμ' ... ἐκπεραινέτω que realice en el artesonado una moldura lesbia A.Fr.78, οὐκ ὀλίγα πράγματα Pl.Ep.333b, en v. pas. πῶς δ' ὁ χρησμὸς ἐκπεραίνεται σαφέστερόν μοι E.Io 785, cf. Cyc.696, ἢν ... μὴ ἐκπεραίνηται ὥστε ἀρκεῖν πλοῖα si no son construidas naves suficientes X.An.5.1.13.
2 terminar ἵν' ἐκπεραίνει τάλας βίοτον donde está terminando su vida el desdichado E.HF 428.
Greek Monolingual
ἐκπεραίνω (AM)
πραγματοποιώ, επαληθεύω
αρχ.
1. τελειώνω
2. (για έργο) συντελούμαι.
Greek Monotonic
ἐκπεραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, σε Ευρ. — Παθ., ολοκληρώνομαι, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, στον ίδ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεραίνω:
1) завершать, оканчивать (τὰ οὐκ ὀλίγα πράγματα ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ Plat.): ἐ. βίοτον Eur. оканчивать жизнь, умирать;
2) pass. исполняться, осуществляться (παλαιὸς χρησμὸς ἐκπεραίνεται Eur.): ἢν ταῦτα ἡμῖν μὴ ἐκπεραίνηται ὥστε … Xen. если нам не удастся ….
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to finish off, Eur.:—Pass. to be accomplished, Eur., Xen.