ἐλασία
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ἡ,= ἔλασις, A riding, X.Eq.Mag.4.4; march,J.AJ2.10.2. II striking from a die, Gloss.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1milit. marcha, avance de un ejército, I.AI 2.244.
2 carrera, galopada de un caballo, Hld.8.15.1, Ph.Carp.Cant.M.40.28A, de un toro, Io.Mal.Chron.2.48.
II 1acuñación, Gloss.3.444.
2 c. gen. obj. expulsión τῶν δαιμόνων H.Mon.2.6.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, = ἔλασις, Xen. Hipp. 4, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰσία: ἡ, = ἔλασις, τὸ ἐλαύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 4· πορεία, διάβασις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 10, 2. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐλασία· δίωξις».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἔλασις.
Greek Monolingual
ἐλασία, η (AM)
η πράξη του ελαύνω, ιππασία, ιππηλασία
μσν.
1. έξωση, αποβολή, απέλαση
2. σειρά κωπηλατών
3. (για πουλιά) πτήση
4. ταχεία κίνηση, δρόμος
αρχ.
1. πορεία, διάβαση
2. (κατά τον Ησύχ.) «δίωξις».
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰσία: ἡ верховая езда (ἐλασίαν ποιεῖσθαι Xen.).