οἰκισμός

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκισμός Medium diacritics: οἰκισμός Low diacritics: οικισμός Capitals: ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: oikismós Transliteration B: oikismos Transliteration C: oikismos Beta Code: oi)kismo/s

English (LSJ)

ὁ, = οἴκισις, Sol.19.5; πόλεων οἰκισμοί foundations of cities, Pl.Lg.708d, cf. Ephes.2.20(ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, = οἴκισις; πόλεων, Plat. Legg. IV, 708 d; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκισμός: ὁ, = οἴκησις, Σόλων 11. 5· πόλεων οἰκισμοί, ἱδρύσεις πόλεων, Πλάτ. Νόμ. 708D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fondation ou colonisation.
Étymologie: οἰκίζω.

Greek Monolingual

ο (Α οἰκισμός) οικίζω
1. εγκατάσταση αποίκων σε έναν τόπο, αποίκιση, αποικισμός
2. ίδρυση, θεμελίωση πόλεωνπόλεων οἰκισμοί», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ανεξάρτητο συνήθως σύνολο πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένο τόπο, συνοικισμόςαγροτικός οικισμός»)
2. κατοικημένη περιοχή μικρότερη σε πληθυσμό από το χωριό, η οποία συνήθως αριθμεί λιγότερους από 100 μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους.

Greek Monotonic

οἰκισμός: ὁ, = οἴκησις, σε Σόλωνα, Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκισμός:основание, постройка (πόλεως Plat.).

Middle Liddell

οἰκισμός, οῦ, ὁ, = οἴκισις, Solon., Plat.]