δοχμή
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
or δόχμη, ἡ, (δέχομαι) space contained in a hand's breadth, Cratin.350, Ar.Eq.318, Com.Adesp.571, Scyl.112: expld. as, = παλαιστή, Sch.Ar. ad loc.; but also as, = σπιθαμή, Phot. s. h. v.; Hsch. and Suid. give both senses. (On the accent, v. Ael.Dion.Fr.136, Poll.2.157.)
German (Pape)
[Seite 663] ἡ (δέχομαι), ein Längenmaaß, Ar. Equ. 318, so weit man mit ausgespreizter Hand zwischen dem Daumen u. dem kleinen Finger fassen kann, wie Phot. lex. aus Cratin. (wo δόχμη steht) es σπιθαμή erkl., u. E. M. τὸ δεκτικὸν τῆς χειρός; Schol. Ar. erkl. παλαιστή, u. Poll. 2, 157 τοὺς τέσσαρας δακτύλους συγκλεισθέντας, also eine Breite von vier Fingern.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
palme, mesure de la largeur d'un travers de main.
Étymologie: δοχμός.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): δόχμη Cratin.441
metrol. palmo o medida de cuatro dedos δέρμα μοχθηροῦ βοὸς ... μεῖζον ἦν δυοῖν δοχμαῖν Ar.Eq.318, οὗτοι δ' ἀφεστήκασι πλεῖν ἢ δύο δοχμά Ar.Fr.959, cf. Cratin.l.c., ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος Scyl.Per.112
•sobre la doble acentuación y el uso át. frente a σπιθαμή Ael.Dion.δ 30, Moer.δ 41, Poll.2.157, Hsch.δ 2283.
Greek Monolingual
δοχμή και δόχμη, η (Α)
1. διάστημα που μετριέται με το πλάτος του χεριού, σπιθαμή, παλάμη
2. αυτό που περιέχεται σε μια παλάμη.
Greek Monotonic
δοχμή: ή δόχμη, ἡ (δέχομαι), διάστημα που περιέχεται ή μετριέται με το πλάτος της παλάμης, ίδιο με το παλαιστή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δοχμή: ἡ дохма (ширина ладони; мера длины = 77.1 мм, то же, что παλαιστή Arph.).
Middle Liddell
n n δέχομαι
the space contained in a hand's breadth, the same as παλαστή, Ar.