ἀποδακρύω

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδακρύω Medium diacritics: ἀποδακρύω Low diacritics: αποδακρύω Capitals: ΑΠΟΔΑΚΡΥΩ
Transliteration A: apodakrýō Transliteration B: apodakryō Transliteration C: apodakryo Beta Code: a)podakru/w

English (LSJ)

[ῦ], A weep much for, lament loudly, τινά Pl.Phd..116d; τι Plu.Sull. 12. 2 ἀ. γνώμην weep away one's judgement, be melted to tears contrary to it, Ar.V.983. 3 to be made to weep by the use of collyrium, and so have the eyes purged, Arist.Pr.958b6, Luc.Peregr.45, Gal.12.751. 4 of trees, weep, drip gum, etc., ἀ. ῥητίνην Plu.2.640d. II cease to weep, ἀπολοφυράμενοι καὶ ἀποδακρύσαντες Aristox. Fr.Hist.90, cf. AB427.

Spanish (DGE)

I 1abs. llorar Ar.V.983
derramar lágrimas (por un colirio), Arist.Pr.958b6, cf. Luc.Peregr.45, Gal.12.751
c. ac. llorar por με Pl.Phd.116d, τὴν ἀνάγκην Plu.Sull.12.
2 fig. gotear de árboles ῥητίνην Plu.2.640c.
II cesar de llorar ἀπολοφυράμενοι ... καὶ ἀποδακρύσαντες Aristox.Fr.124, cf. Orus B 31, AB 427.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδακρύω: [ῡ], δακρύω περί τινος, χύνω δάκρυα, κλαίω, καὶ νῦν ὡς γενναίως με ἀποδακρύει Πλάτ. Φαίδων 116D· ἀπεδάκρυσε τὴν ἀνάγκην, ἔκλαυσεν ὅτι εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην (νὰ συλήσῃ τὰ ἱερὰ), Πλουτ. Σύλλ. 12. 2) ἀπεδάκρυσα νῦν γνώμην ἐμήν, ἐδάκρυσα ἐναντίον τῆς γνώμης μου, χωρὶς δηλ. νὰ ἔχω σκοπὸν νὰ δακρύσω, Ἀριστοφ. Σφ. 983. 3) χέω δάκρυα προκληθέντα ἐκ δριμέος φαρμάκου ἢ κρομμύου, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 9· εἶδον αὐτὸν ἐγκεχρισμένον, ὡς ἀποδακρύσειε τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Λουκ. Περεγρ. 45. 4) ἐπὶ δένδρων, δακρύω, στάζω κόμμι, κτλ.· τὰ εἰρημένα δένδρα πίονα ἔχει τὴν φύσιν, ὥστε πίτταν ἀποδακρύειν καὶ ῥητίνην Πλούτ. 2. 640D. ΙΙ. παύομαι δακρύων, Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 632Β· «ἀποδακρύσας: οὐ σημαίνει τὸ δακρῦσαι, ἀλλὰ τὸ παύσασθαι δακρύοντα» Α. Β. 427, 20· πρβλ. ἀπολοφύρομαι, ἀπαλγέω.

French (Bailly abrégé)

1 pleurer sur, acc.;
2 en parl. d'arbres laisser couler (de la gomme, de la résine, etc.) acc..
Étymologie: ἀπό, δακρύω.

Greek Monolingual

ἀποδακρύω (Α) κ. ἀποδακρύζω (Μ)
1. κλαίω, χύνω δάκρυα για κάτι
2. (για δέντρα) στάζω κόμμι ή χυμό
αρχ.
σταματώ το κλάμα.

Greek Monotonic

ἀποδακρύω: [ῡ], μέλ. -σω·
1. λύνομαι στο κλάμα για κάτι, θρηνώ γοερά για, τινά, σε Πλάτ.·
2. ἀποδακρύω γνώμην, έκλαψα παρά τη γνώμη μου, δηλ. χωρίς να το θέλω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδακρύω:
1) рыдать (по), оплакивать (τινά и τι Plat., Plut.);
2) плакать, рыдать Arph.;
3) источать, струить (πίσσαν καὶ ῥητίνην Plut.);
4) вызывать слезы (τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Luc.).

Middle Liddell


1. to weep much for, lament loudly, τινά Plat.
2. ἀπ. γνώμην is to weep away one's judgment, Ar.