ἐνόρνυμι
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
aor. 1 ἐνῶρσα: Ep. aor. 2 Pass. ἐνῶρτο:—the only two tenses used by Hom.:—arouse, stir up in a person, τῇσιν γόον ἐνῶρσεν Il.6.499; [Ἀχαιοῖς] ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62; ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ 2.451; φόβον τινί 11.544; (μάχαν) (sc. ἄμμιν) Alc.Supp.23.12; θάρσος δ' ἐνῶρσε . . στρατῷ E.Supp.713:—Pass., arise in or among, ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Il.1.599.
German (Pape)
[Seite 850] (s. ὄρνυμι), darin erregen, erwecken; τῇσιν γόον ἐνῶρσεν, er erregte Trauer in ihnen, Il. 6, 499; αὐτοῖς φύζαν ἐνῶρσας, du erregtest Flucht, Luft zu fliehen in ihnen, 15, 62; in tmesi, Ζεὺς ἐν φόβον ὄρσῃ 14, 522; ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ 2, 451; θάρσος δ' ἐνῶρσε παντὶ στρατῷ Eur. Suppl. 713; pass., ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Il. 1, 599, entstand unter den Göttern, vgl. Od. 8, 343.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνόρνῡμι: ἀόρ. ἐνῶρσα: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ. ἐνῶρτο: οἱ μόνοι δύο χρόνοι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. - Διεγείρω, μετὰ δοτ., τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν Ἰλ. Ζ. 499· αὖτις... ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ Β. 451, πρβλ. Λ. 544· ἴδε Spitzn. ἐν Π. 656· θάρσος δ’ ἐνῶρσε... στρατῷ Εὐρ. Ἱκ. 713: - Παθ., διεγείρομαι ἐν ἢ μεταξύ, ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Ἰλ. Λ. 599.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνόρσω, ao. ἐνῶρσα;
exciter dans, faire naître dans : τινι γόον IL provoquer les gémissements de qqn;
Moy. ἐνόρνυμαι (3ᵉ sg. ao.2 ἐνῶρτο) s'élever parmi : θεοῖσιν IL parmi les dieux en parl. d'un éclat de rire.
Étymologie: ἐν, ὄρνυμι.
Spanish (DGE)
I tr. en v. act.
1 infundir sentimientos o emociones, c. dat. de pers. Αἴανθ' ... ἐν φόβον ὦρσε Il.11.544 (tm.), γόον πάσῃσιν Il.6.499, (Ἀχαιοῖς) ἀνάλκιδα φύζαν Il.15.62, ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ ... πολεμίζειν infundió a cada uno valor en el corazón para combatir, Il.2.451 (tm.), cf. E.Supp.713.
2 suscitar, promover ἐμφύλω τε μάχας, τάν τις Ὀλυμπίων ἔνωρσε Alc.70.12.
II intr. en v. med. elevarse, levantarse ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι Il.1.599, Od.8.326.
Greek Monolingual
ἐνόρνυμι (Α) όρνυμι
διεγείρω, εξεγείρω («τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν»).
Greek Monotonic
ἐνόρνῡμι: αόρ. αʹ -ῶρσα· Επικ. Παθ. αόρ. βʹ ἐνῶρτο, διεγείρω, αφυπνίζω, υποκινώ κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διεγείρομαι σε ή μεταξύ, ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνόρνῡμι:
1) возбуждать, вызывать (γόον τινί Hom.; θάρσος παντὶ στρατῷ Eur.);
2) med.-pass. возникать (ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Hom.).
Middle Liddell
aor1 -ῶρσα epic aor2 pass. ἐνῶρτο
to arouse, stir up in a person, Il.:—Pass. to arise in or among, ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Il.