πικρίζω
From LSJ
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
to be or taste bitter, Str.11.2.17, Archig. ap. Orib.8.1.37; π. ἐν τῇ γεύσει Dsc.1.20.
German (Pape)
[Seite 614] bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
avoir un goût d'amertume.
Étymologie: πικρός.
Greek (Liddell-Scott)
πικρίζω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πικρὸς ἢ ἔχω γεῦσιν πικράν, Στράβ. 498. Κλήμ. Ἀλ. 893.
Greek Monolingual
Ν ΜΑ πικρός
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.
Greek Monotonic
πικρίζω: μέλ. -σω (πικρός), είμαι πικρός ή έχω πικρή γεύση, σε Στράβ.