προφυτεύω
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
plant before, Gp.5.11.4 (Pass.): metaph., engender, S.El.198 (anap.).
German (Pape)
[Seite 798] vor oder vorher pflanzen, u. übertr., vorher bereiten, Soph. El. 191.
French (Bailly abrégé)
planter ou semer auparavant, fig. engendrer.
Étymologie: πρό, φυτεύω.
Greek (Liddell-Scott)
προφῠτεύω: φυτεύω πρότερον, προπεφυτεῦσθαι κράμβην Γεωπ. 5. 11, 14· μεταφ., οἱ προφυτεύσαντες. «οἱ προκατασκευάσαντες» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 199.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
φυτεύω προηγουμένως, πριν από κάτι άλλο
αρχ.
προκατασκευάζω («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», Σοφ.).
Greek Monotonic
προφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω από πριν· μεταφ., προκατασκευάζω, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-φυτεύω verwekken.
Russian (Dvoretsky)
προφῠτεύω: досл. насаждать, перен. подготовлять (τι Soph.).