στάγμα
English (LSJ)
ατος, τό, that which drips, τῆς ἀνθεμουργοῦ σ., i.e. honey, A.Pers.612; μίλτειον σ., v. μίλτειος; perfume, aromatic oil, Ostr. Bodl. i 346 (ii/i B.C.), POxy.155.3 (vi A.D.); τὸ ἀπὸ τῶν φοινίκων σ. Aët.8.22, cf. 23.
German (Pape)
[Seite 926] τό, Tropfen, Getröpfel; τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα, μέλι, Aesch. Pers. 604; μιλτεῖον, Philp. 15 (VI, 103).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
liquide coulant goutte à goutte.
Étymologie: στάζω.
Greek (Liddell-Scott)
στάγμα: τό, τὸ σταζόμενον, σταγών, ἀπόσταγμα, τῆς ἀνθεμουργοῦ στ., δηλ. μέλι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 612˙ μίλτειον στ. Ἀνθ. Π. 6. 103.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και στάμα Ν
η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα του κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.)
νεοελλ.
1. απόσταγμα
2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές
μσν.-αρχ.
μύρο, αρωματικό έλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ- του στάζω (πρβλ. ἐστάγην, σταγόνα) + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
στάγμα: -ατος, τό (στάζω), σταγόνα, απόσταγμα, σταλαγματιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
στάγμα: ατος τό досл. капля, поэт. струя, влага: τῆς ἀνθεμουργοῦ σ. Aesch. = μέλι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάγμα -ατος, τό [στάζω] druppel.
Middle Liddell
στάγμα, ατος, τό, στάζω
a drop, distilment, Aesch.