ἐπιλάζυμαι

From LSJ
Revision as of 15:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλάζῠμαι Medium diacritics: ἐπιλάζυμαι Low diacritics: επιλάζυμαι Capitals: ΕΠΙΛΑΖΥΜΑΙ
Transliteration A: epilázymai Transliteration B: epilazymai Transliteration C: epilazymai Beta Code: e)pila/zumai

English (LSJ)

hold tight, stop, ἐ. στόμα, i.e. to be silent, E.Andr. 250.—Poet. word for ἐπιλαμβάνω.

German (Pape)

[Seite 955] (s. λάζυμαι), angreifen, -halten, Eur. Andr. 249.

French (Bailly abrégé)

mettre la main sur, comprimer.
Étymologie: ἐπί, λάζυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλάζυμαι: Ἀποθ., κρατῶ, κλείω, ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα Εὐρ. Ἀνδρ. 250. - Μόνον ποιητ., πρβλ. ἐν λ. λάζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιλάζυμαι (Α)
κλείνω στερεά, κρατώ κλειστό («ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λάζυμαι «αρπάζω, πιάνω γερά»].

Greek Monotonic

ἐπιλάζυμαι: αποθ., κρατώ σφιχτά, κλείνω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλάζῠμαι: сдерживать, зажимать (σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα Eur.).

Middle Liddell


Dep. to hold tight, close, Eur.