ἀκεστήρ

From LSJ
Revision as of 10:41, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκεστήρ Medium diacritics: ἀκεστήρ Low diacritics: ακεστήρ Capitals: ΑΚΕΣΤΗΡ
Transliteration A: akestḗr Transliteration B: akestēr Transliteration C: akestir Beta Code: a)kesth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, healer: Adj., ἀ. χαλινός rein that tames the steed, S.OC714(lyr.).

German (Pape)

[Seite 71] ὁ (eigtl. Heiler), χαλινός Soph. O. C. 718 ch., rossebändigend, die Wildheit heilend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεστήρ: ῆρος, ὁ, κυρίως = ἰατήρ, ἀλλ’ ὡς ἐπίθ., δαμαστικός, ἀκ. χαλινός, ὁ χαλ. ὅστις δαμάζει τὸν ἵππον, Σοφ. Ο. Κ. 714.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui calme : ἀκεστὴρ χαλινός SOPH frein qui calme l'ardeur, qui dompte.
Étymologie: ἀκέομαι.

Spanish (DGE)

-ῆρος
mitigador ἀ. χαλινός el freno desbravecedor S.OC 714. • DMic.: a2-ke-te-re, ja-ke-te-re (?).
• Etimología: Cf. 2 ἀκεστής.

Greek Monolingual

ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)
1. θεραπευτής, γιατρός
2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει
«ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς.

Greek Monotonic

ἀκεστήρ: -ῆρος, ὁ (ἀκέομαι), θεραπευτής, ιατρός· μεταφ. ως επίθ. ἀκ. χαλινός, το χαλινάρι, το γκέμι που δαμάζει, που συγκρατεί το άλογο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκεστήρ: ῆρος adj. m досл. целительный, перен. успокаивающий, унимающий (χαλινός Soph.).

Middle Liddell

ἀκέομαι
a healer: metaph. as adj., ἀκεστήρ χαλινός the rein that tames the steed, Soph.