ἀνέφελος

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέφελος Medium diacritics: ἀνέφελος Low diacritics: ανέφελος Capitals: ΑΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: anéphelos Transliteration B: anephelos Transliteration C: anefelos Beta Code: a)ne/felos

English (LSJ)

ον, unclouded, cloudless, αἴθήρ Od.6.45; ἀήρ Arist.Mu. 394a23; νύξ Plu.Arat.21, etc.: metaph., not to be veiled or hidden, κακόν S.El.1246 (lyr.). (ἀνν. is v.l. in Arat.415, etc.; Eust.945.4 has also the form ἀνεφής, ές.)

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀννέφελος Nonn. v. infra
1 que no tiene nubes, despejado αἴθρη Od.6.45, ἀήρ Arist.Mu.394a23, νύξ Plu.Arat.21, ὀμίχλη Nonn.D.33.267.
2 no oculto por las nubes φανήμεναι ... ἄστρον ... ἀνέφελον Arat.415, ἀννεφέλων ἐπὶ λέκτρων Nonn.D.7.347
fig. no oculto, manifiesto κακόν S.El.1246.

German (Pape)

[Seite 227] unbewölkt, wolkenleer, αἴθρη Od. 6, 45; übertr., unverhüllt, offen, κακόν Soph. El. 1258; νύξ Plut. Arat. 21. [Ep. α].

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέφελος: -ον, ὁ ἄνευ νεφελῶν, αἴθρη Ὀδ. Ζ. 45˙ ἀὴρ Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4˙ νὺξ Πλουτ. Ἄρατ. 21, κτλ.: μεταφ., ὁ μὴ καλυπτόμενος, φανερός, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246. Τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἀννέφ- ὡς Ἐπ. τύπ. ἐν Ὁμ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄρατ. 415, κτλ. Ὁ Εὐστ. 945. 4, ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνεφής, ές.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans nuage, serein;
2 fig. non voilé, qui ne peut être voilé, éclatant.
Étymologie: , νεφέλη.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέφελος, -ον)
ασυννέφιαστος, ξάστερος
νεοελλ.
μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος
αρχ.
μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός.

Greek Monotonic

ἀνέφελος: -ον (νεφέλη), ασυννέφιαστος, αίθριος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., μη καλυμμένος, φανερός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέφελος:
1) безоблачный (αἴθρη Hom. - с ᾱν; ἀήρ Arst.; νύξ Plut.): ἐξ ἀνεφέλου Plut. с безоблачного неба;
2) неприкрытый, явный (κακόν Soph.).

Middle Liddell

νεφέλη
unclouded, cloudless, Od.: metaph. not to be veiled or concealed, Soph.