τρισάσμενος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
η, ον, thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
προθυμότατος («καὶ ἡμῖν γ' ἂν οἶδ' ὅτι τρισάσμενος ταῡτ' ἐποίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄσμενος «ευτυχής»].
Greek Monotonic
τρισάσμενος: -η, -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-άσμενος -η -ον heel graag, pers. constr.: ἡμῖν ἂν... τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει voor ons zou hij dat heel graag doen Xen. An. 3.2.24.
Russian (Dvoretsky)
τρῐσάσμενος: трижды довольный: οἶδ᾽ ὅτι τ. ταῦτ᾽ ἐποίει Xen. знаю, что он сделал бы это с величайшим удовольствием.