ἱερωστί
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
Ion. ἱρωστί, Adv. in holy sort, piously, Anacr.149.
German (Pape)
[Seite 1243] auf heilige Art, Anacr. bei Apollon. de adv. p. 572, 15.
Russian (Dvoretsky)
ἱερωστί: ион. ἱρωστί adv. благочестиво, благоговейно Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερωστί: Ἰων. ἱρωστί, Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον ἱερόν, ἱερῶς, ὁσίως, εὐσεβῶς, Ἀνακρ. 146.
Greek Monolingual
ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α)
επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγνωστί, νεωστί, ταχεωστί].