ὀλιγανδρία
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ἡ, scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.
German (Pape)
[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d’hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῦν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).
Greek Monotonic
ὀλῐγανδρία: ἡ, έλλειψη αντρών, λειψανδρία, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγανδρία: ἡ нехватка людей, недостаток в людях Plut.
Middle Liddell
ὀλῐγανδρία, ἡ,
scantiness of men, Strab.