ὑπερανίσταμαι

From LSJ
Revision as of 18:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερανίσταμαι Medium diacritics: ὑπερανίσταμαι Low diacritics: υπερανίσταμαι Capitals: ΥΠΕΡΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperanístamai Transliteration B: hyperanistamai Transliteration C: yperanistamai Beta Code: u(perani/stamai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act., stand up or project over, c. gen., D.H.1.15, 9.68: abs., Id.3.68, Luc.Icar.12: metaph., ταὧς ὑπερανεστηκώς strutting, conceited, Philostr.Her.15.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., darüber stehen u. hervorragen; ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα, Luc. Icar. 12; über Etwas, τινός, D. Hal. 9, 68.

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2 ὑπερανέστην et pf. ὑπερανέστηκα;
s'élever au-dessus, dominer.
Étymologie: ὑπέρ, ἀνίσταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερανίσταμαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι ὄρθιοςπροεξέχω ὑπεράνω τινός, μετὰ γεν., Διον. Ἁλ. 1. 15., 9. 68· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 68. Λουκ. Ἰκαρομ. 12· - μεταφορ., τὸ τῆς γνώμης ὑπερανεστηκός, ἐξέγερσις, ἔπαρσις, Φιλόστρ. 730· ταὧς ὑπερανεστηκώς, πεφυσημένος, ἀλαζονικός, ὁ αὐτ. 724. 2) ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερανέστηκεν· ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ἤτοι ὑψηλότερον».

Greek Monolingual

ΜΑ
στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.
β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.)
μσν.
υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)
αρχ.
1. φουσκωμένος, φαντασμένος («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο παγώνι, Φιλόστρ.)
2. (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπερανεστηκός
η έπαρση, η αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, υψώνομαι»].

Greek Monotonic

ὑπερανίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., στέκομαι όρθιος ή προεξέχω επάνω από, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερανίσταμαι: высоко подниматься, возвышаться: τὰ ὄρη ὑπερανεστηκότα Luc. уходящие ввысь горы.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act. to stand up or project beyond, Luc.