ὡριμάζω

From LSJ
Revision as of 12:50, 16 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρῐμάζω Medium diacritics: ὡριμάζω Low diacritics: ωριμάζω Capitals: ΩΡΙΜΑΖΩ
Transliteration A: hōrimázō Transliteration B: hōrimazō Transliteration C: orimazo Beta Code: w(rima/zw

English (LSJ)

(ὥριμος) gloss on ὑποπερκάζω, Sch.Od.7.126.

German (Pape)

[Seite 1414] reisen, Schol. Od. 2, 126.

Greek Monolingual

ὡριμάζω, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γουρμάζω Ν ὥριμος
(για καρπούς) γίνομαι ώριμος, μεστώνω
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) α) φτάνω στην ακμή της ηλικίας μου και, συνεκδ., ενηλικιώνομαι
β) αποκτώ την ικανότητα να κρίνω και να αποφασίζω με σοβαρότητα και υπευθυνότητα
γ) (για αποστήματα) φτάνω στο σημείο να διαρραγώ και να πυορρήσω.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρῐμάζω: μέλλ. -άσω, (ὥριμος) γίνομαι ὥριμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 126.