δωροφόρος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, bringing presents, Pi.P.5.86, f.l. in Epigr. ap. Ath.5.209e (Archimelos); tributary, Euph.78.
Spanish (DGE)
-ον
1 que lleva regalos ἄνδρες Pi.P.5.86, χεῖρες epigr. en SHell.982.9, cf. Nonn.D.5.214, 574, φυλαί ZPE 7.1971.211 (Dídima III/II a.C.).
2 de pueblos portador de tributo, tributario Αἰθίοπες Callix.2 (p.173), esp. ref. los mariandinos como grupo o clase social δωροφόροι καλεοίαθ' ὑποφρίσσοντες ἄνακτας Euph.58, cf. Callistr.Arist.4, Poll.3.83, Hsch., euf. por δοῦλος Eust.1090.55.
German (Pape)
[Seite 696] Geschenke darbringend, Pind. P. 5, 86; zinsbar, Euphor. bei Ath. VI, 263 d; καρπῶν Archimel. 1 (App. 15).
Greek (Liddell-Scott)
δωροφόρος: -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte des présents ; particul. tributaire.
Étymologie: δῶρον, φέρω.
English (Slater)
δωροφόρος bearing gifts ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86)
Greek Monolingual
δωροφόρος, -ον (AM)
1. αυτός που προσφέρει δώρα
2. ο φόρου υποτελής.
Greek Monotonic
δωροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δωροφόρος: Pind. = δωροφορικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωροφόρος -ον [δῶρον, φέρω] geschenken brengend.