παλίνσκιος

From LSJ
Revision as of 07:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνσκῐος Medium diacritics: παλίνσκιος Low diacritics: παλίνσκιος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΙΟΣ
Transliteration A: palínskios Transliteration B: palinskios Transliteration C: palinskios Beta Code: pali/nskios

English (LSJ)

ον, shaded over again, thick-shaded, ἐν -σκίῳ Archil.34, Plu.Num.10, cf. Is.Fr.112; π. ἐλαῖαι Arist.HA556a24; ὗλαι Luc.Am. 12; dark, χειμών S.Fr.289:—also πᾰλίσκῐος, ον, ἄντρον h.Merc.6, h.Hom.18.6; ἐν -σκίοις Thphr.HP1.8.1, cf. Od.40; εἰς τὸ π. Max.Tyr. 5.1.

German (Pape)

[Seite 450] = παλίσκιος; χειμών, Soph. frg. 272; Archil. 19 u. sonst als v.l.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert d'une ombre épaisse;
2 qui est tout à fait à l'ombre.
Étymologie: πάλιν, σκιά.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνσκιος: -ον, ὁ ὑποσκιαζόμενος ὑπ’ ἄλλου, σύσκιος, σκοτεινός, ζοφώδης, Ἀρχίλ. 30, Σοφ. Ἀποσπ. 272, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 2, κτ.· παλίσκιος ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 6, Ὕμν. Ὁμ. 17. 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ π. Μάξιμ. Τύρ. 5. 1.

Greek Monolingual

παλίνσκιος ή παλίσκιος, -ον (Α)
1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῖαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.)
2. σκοτεινός, ζοφερός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον
τόπος που σκιάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά.

Greek Monotonic

πᾰλίνσκιος: ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται ξανά από παντού, που έχει πυκνή φυλλωσιά, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνσκιος:
1) покрывающий сплошной или вечной тенью, тенистый (ἐλαῖαι οὐ παλίνσκιοι Arst.; λαγών Plut.);
2) темный, мрачный (χειμών Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίνσκιος -ον [πάλιν, σκιά] schaduwrijk subst. τὸ παλίνσκιον donkere plaats.

Middle Liddell

πᾰλίν-σκιος, ορ παλί-σκιος, ον,
shaded over again, thick-shaded, Hhymn., etc.