ἐκλυτήριος

From LSJ
Revision as of 15:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλῠτήριος Medium diacritics: ἐκλυτήριος Low diacritics: εκλυτήριος Capitals: ΕΚΛΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: eklytḗrios Transliteration B: eklytērios Transliteration C: eklytirios Beta Code: e)kluth/rios

English (LSJ)

ον, bringing release, S.OT392: -τήριον, τό, expiatory offering, E.Ph.969.

Spanish (DGE)

(ἐκλῠτήριος) -ον
que libra o salva, salvador πῶς οὐχ ... ηὔδας τι τοῖσδ' ἀστοῖσιν ἐκλυτήριον; ¿cómo es que no dijiste a estos ciudadanos ninguna palabra salvadora? S.OT 392
neutr. subst. τὸ ἐ. rescate, redención αὐτὸς ... θνῄσκειν ἕτοιμος πατρίδος ἐ. yo mismo estoy dispuesto a morir como rescate por la patria E.Ph.969.

German (Pape)

[Seite 768] zum Auslösen, Befreien gehörig, dienend; Soph. O. R. 392; τὸ ἐκλ., sc. ἱερόν, Sühnopfer, Eur. Phoen. 969.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλῠτήριος: -ον, ὁ συντελῶν ἢ κατάλληλος πρὸς ἀπολύτρωσιν· - ἐκλυτήριον, τό, ἀπαλλαγή, σωτηρία, Σοφ. Ο. Τ. 392· ἱλαστήριος θυσίαπροσφορά, Εὐρ. Φοίν. 969.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l'affranchissement, la délivrance.
Étymologie: ἐκλύω.

Greek Monolingual

ἐκλυτήριος, -ον (Α)
1. αυτός που συντελεί στην απαλλαγή από το κακό
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλυτήριον
εξιλαστήρια θυσία ή προσφορά.

Greek Monotonic

ἐκλῠτήριος: -ον (ἐκλύω), αυτός που βοηθά ή είναι κατάλληλος για απαλλαγή ή απελευθέρωση· ἐκλυτήριον, τό, απαλλαγή, σωτηρία, σε Σοφ.· εξιλεωτική θυσία ή προσφορά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐκλῠτήριος, ον ἐκλύω
of or for release:— ἐκλυτήριον, τό, a release, Soph.: an expiatory offering, Eur.

English (Woodhouse)

delivering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)