πυγμαχία
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Epic and Ionic πυγμαχίη, ἡ, boxing, Il.23.653,665, Pi.O.11(10).12, etc.: pl., Pratin.Lyr.1.8, Opp.C.2.20.
German (Pape)
[Seite 813] ἡ, der Faustkampf; Il. 23, 653. 665; Pind. N. 6, 26 Ol. 10, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pugilat.
Étymologie: πυγμάχος.
Greek (Liddell-Scott)
πυγμᾰχία: ἡ, τὸ πυχμαχεῖν, τὸ μάχεσθαι διὰ τῆς πυγμῆς, τὸ πυκτεύειν, Λατ. pugilatus, Ἰλ. Ψ. 653, 655, Πινδ. Ο. 11 (10). 12, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πρατίν. 1. 10.
English (Slater)
πυγμᾰχία boxing τεᾶς τυγμαχίας ἕνεκεν (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)
Greek Monolingual
η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχίη Α πυγμάχος
άθλημα για ερασιτέχνες και, σήμερα, και για επαγγελματίες, η τακτική του οποίου περιλαμβάνει άμυνα και επίθεση με τις πυγμές, άθλημα που εισήχθη ως ολυμπιακό αγώνισμα στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 630 π. Χ., δηλαδή κατά την 37η Ολυμπιάδα.
Greek Monotonic
πυγμᾰχία: ἡ, πυγμαχία, Λατ. pugilatus, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυγμαχίᾱ -ας, ἡ, ep. en Ion. πυγμαχίη [πύγμαχος] bokswedstrijd.
Russian (Dvoretsky)
πυγμᾰχία: ион. πυγμᾰχίη ἡ кулачный бой Hom., Pind.
Middle Liddell
πυγμᾰχία, ἡ,
boxing, Lat. pugilatus, Il., Pind. [from πυγμᾰ́χος]
Translations
Afrikaans: boks; Albanian: boks; Arabic: مُلَاكَمَة; Hijazi Arabic: ملاكمة; Armenian: բոքս, բռնցքամարտ; Asturian: boxéu; Azerbaijani: boks; Bashkir: бокс; Belarusian: бокс; Bengali: বক্সিং; Bulgarian: бокс; Burmese: လက်ဝှေ့; Catalan: boxa; Chinese Mandarin: 拳擊 拳击; Czech: box; Danish: boksning; Dutch: boksen, bokswedstrijd; Esperanto: boksado; Estonian: poks; Finnish: nyrkkeily; French: boxe; Galician: boxeo; Georgian: კრივი; German: Boxen; Greek: πυγμαχία, μποξ; Ancient Greek: πυγμαχία, πυγμαχίη, πυγμή, πυγμά, πυκτική, πύκτευσις; Haitian Creole: boksè; Hebrew: אִגְרוּף; Hindi: बॉक्सिंग; Hungarian: ökölvívás; Icelandic: hnefaleikar, box; Ido: boxo; Indonesian: tinju; Irish: dornálaíocht; Italian: boxe, pugilato; Japanese: ボクシング, 拳闘; Kazakh: бокс; Korean: 권투, 복싱; Kyrgyz: бокс; Latin: pugilatus, pugilatio; Latvian: bokss; Lithuanian: boksas; Luhya: endondi; Macedonian: бокс; Malay: boksing, tinju; Maori: mekemeke; Mongolian: бокс; Norwegian: boksing; Occitan: bòxa; Ojibwe: gagwedaganaanding; Persian: بوکس; Polish: boks; Portuguese: boxe; Romanian: box; Russian: бокс; Scottish Gaelic: dòrnaireachd; Serbo-Croatian Cyrillic: бокс; Roman: boks; Sinhalese: බොක්සිං; Slovak: box; Slovene: boks; Spanish: boxeo, pugilato; Swahili: ndondi; Swedish: boxning; Tagalog: boksing; Tajik: бокс; Tatar: бокс; Telugu: ముష్టియుద్ధము; Thai: มวยสากล; Turkish: boks, yumrukoyunu, mülakeme, kunt; Turkmen: boks; Ukrainian: бокс; Urdu: مکے بازی; Uzbek: boks; Vietnamese: quyền Anh, quyền thuật