ἀθύρωτος
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
[ῠ], ον, = ἄθυρος, στόμα Ar.Ra.838 (v.l.), cf. Phryn. Com.82, JHS41.195 (Delos, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 que no tiene puertas οἰκήματα ID 1416B.1.18 (II a.C.), οἰκία POxy.1699.6 (III d.C.), οἶκον Diodor.T.Gen.M.33.1563B
•que carece de cierre de un πίναξ votivo, op. τεθυρωμένος ID 1417A.12, cf. 1403Bb.2.31 (ambas II a.C.).
2 fig. que no puede cerrarse, incapaz de callar ἀθύρωτον στόμα Ar.Ra.838 (var.), Chrys.M.50.434, cf. Phot.α 495, Sud. (= Phryn.PS Fr.10a)
•de la muerte, cuyas puertas franqueó Cristo, Bas.Sel.Pasch.M.28.1084B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἄθυρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθύρωτος: [ῠ], -ον, = ἄθυρος, στόμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838. Φρυν. Κωμ. Ἄδηλ. 15.
Greek Monotonic
ἀθύρωτος: [ῠ], -ον (θυρόω) = ἄθυρος, αυτός που δεν είναι ποτέ κλειστός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθύρωτος: (ῠ) досл. незапирающийся, перен. неумолкающий (στόμα Arph.).