ἀποδρέπω

From LSJ
Revision as of 13:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδρέπω Medium diacritics: ἀποδρέπω Low diacritics: αποδρέπω Capitals: ΑΠΟΔΡΕΠΩ
Transliteration A: apodrépō Transliteration B: apodrepō Transliteration C: apodrepo Beta Code: a)podre/pw

English (LSJ)

pluck off, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes.Op. 611; pluck off hair, Hp.Mul.2.106: metaph., ἀ.καρπὸν ἥβας Pi.P..9.110, cf. O.1.13; τὸν ἀφροδισίων κῆπον Archipp.2 D.:—Med., μαλθακᾶς ὥρας ἀρας καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8, cf. AP6.303 (Aristo), Plu. 2.79d.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. inf. -δρέπεν Hes.Op.611]
1 cortar, coger flores o frutas ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυς Hes.l.c.
fig. del fruto de la juventud o el amor Ἥβας καρπόν Pi.P.9.110, ἀλλοτρίας (ὥρας) Bio Bor.57
recolectar, e.e. disfrutar de τὸν Ἀφροδίσιον κῆπον Archipp.45A
en v. med. μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8.
2 en gener. arrancar abs. del vello, Hp.Mul.1.106, cf. Hsch.
coger en v. med. c. ac. πίονα τυρὸν ἀποδρέψεσθε καὶ αὔην ἰσχάδα AP 6.303 (Aristo), δρόσον καὶ χνοῦν Plu.2.79d
c. gen. χρυσίου Alciphr.3.15.2.

French (Bailly abrégé)

cueillir;
Moy. ἀποδρέπομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, δρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρέπω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, συλλέγω, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόπτε καὶ φέρε αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, οὕτως ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.

English (Slater)

ἀποδρέπω pluck, cull χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον (P. 9.110) med., ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν, ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. cf. (O. 1.13)

Greek Monolingual

ἀποδρέπω (Α)
1. κόβω και μαζεύω άνθη ή καρπούς
2. απολαμβάνω, χαίρομαι κάτι.

Greek Monotonic

ἀποδρέπω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, μαζεύω, συλλέγω καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόψε και πάρε στο σπίτι σου τα σταφύλια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδρέπω: срывать, собирать (βότρυς Hes.; ἥβας καρπόν Pind.; med. δρόσον καὶ χνοῦν Plut.; ἀγλαΐην Anth.).

Middle Liddell


to pluck off, Pind.; ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes., Anth.