ἀπόπεμψις
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
εως, ἡ, A sending away, dispatching, τῶν κατασκόπων Hdt 7.148. 2 dismissal, divorcing, D.59.59; δίκη ἀποπέμψεως Lys. Fr.307S.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 despacho, envío τῶν κατασκόπων Hdt.7.148.
2 repudio, divorcio τῆς ἀνθρώπου D.59.59, (sc. δίκη) ἀποπέμψεως Lys.Fr.116Th.
3 conjuro, Tz.Comm.Ar.1.127.12.
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, Entlassung, Her. 7, 148; Verstoßung einer Frau, Dem. 59, 59.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἀποπέμπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπεμψις: -εως, ἡ, τὸ πέμπειν ὀπίσω, μετὰ τὴν ἀπόπεμψιν τῶν κατασκόπων Ἡρόδ. 7. 148. 2) ἀποπομπή, ἀπόλυσις, διάζευξις, καὶ τὴν ἀπόπεμψιν τῆς ἀνθρώπου Δημ. 1365. 12, πρβλ. τὴν λέξ. ἀπόλειψις. 3) δίκη ἀποπέμψεως Λυσ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31.
Greek Monolingual
ἀπόπεμψις, η (Α)
1. η αποπομπή
2. το να επιστρέφει κανείς κάτι
3. το διαζύγιο.
Greek Monotonic
ἀπόπεμψις: -εως, ἡ,
1. το να αποστέλλει κάποιος κάτι πίσω, απόπεμψη, σε Ηρόδ.
2. αποπομπή, διαζύγιο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπεμψις: εως ἡ
1) отпускание, отправление (τῶν κατασκόπων Her.);
2) расторжение брака, развод Dem.
Middle Liddell
1. a sending off, dispatching, Hdt.
2. a divorcing, Dem.